in

Η γιαγιά μου: από όταν άρχισα να έχω συνείδηση ως παιδί ήταν σαν ένας ήλιος που με ζέσταινε

Ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η μοναδική, που άκουγα από άνθρωπο αυτης της γενιάς να λέει ότι ‘είχα κακό πατέρα’

Ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η μοναδική, που άκουγα από άνθρωπο αυτης της γενιάς να λέει ότι ‘είχα κακό πατέρα’ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

pexels pixabay 301599

Η γιαγιά μου πέθανε το 2013 έχοντας γεννηθεί το 1914. Σχεδόν ένας αιώνας και στα τελευταία της χρόνια με άνοια, προσευχόταν να φύγει. Είχε κουραστεί να ζει. Η γιαγιούλα μου ήταν ανοιχτόχρωμη σαν Κέλτισσα με γκρι μάτια, ξανθά μαλλιά και φακίδες. Μικρή φανταζόμουν ότι την είχαν κλέψει από την Ιρλανδία και ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί η χαμένη της οικογένεια και θα αποκτήσω ξαδέλφια στο Δουβλίνο.

Η γιαγιά γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα Χιώτη και μητέρα Σμυρνιά. Πήγε σε Ιταλικό σχολείο και έμαθε Ιταλικά και Γαλλικά. Το όνειρό της ήταν να γίνει δασκάλα αλλά ο αυταρχικός πατέρας της δεν την άφησε να συνεχίσει τις σπουδές της. Όχι επειδή ήταν κορίτσι, με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και τα όνειρα των αγοριών αδελφών της μέχρι που ένας από αυτούς δεν άντεξε άλλο την καταπίεση και το έσκασε μυθιστορηματικά. Κολύμπησε από την ακτή του Άγιου Στέφανου όπου έμεναν μέχρι ένα διερχόμενο ελληνικό πλοίο και το έσκασε στην Ελλάδα για πάντα. Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος τον βρήκε στην Ελλάδα, πολέμησε, συντάχθηκε σε αντιστασιακή ομάδα στην κατεχόμενη Αθήνα και εκτελέστηκε στην Καισαριανή από τους Γερμανούς. Η γιαγιά μου ποτέ δεν συγχώρησε τον πατέρα της για την σκληρότητά του. Ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η μοναδική, που άκουγα από άνθρωπο αυτης της γενιάς να λέει ότι ‘είχα κακό πατέρα’.

Η γιαγιά μαθήτευσε μοδίστρα τελικά, γιατί οι γονείς εκεί σκέφτονταν κυρίως πρακτικά, να ξέρει μια τέχνη  για να μπορεί να επιβιώσει ότι κι αν γίνει. Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ επαγγελματικά αλλά εγώ τη θυμάμαι πάντα να ράβει, να επιδιορθώνει, πότε στο χέρι και πότε στην μηχανή. Αυτά μέχρι το μεσημεριανό φαγητό και τη σιέστα. Μετά έπιανε την μεγάλη αγάπη της το διάβασμα. Ξεκοκάλιζε εφημερίδες, βιβλία μέχρι που έπαθε άνοια και δεν μπορούσε πια. Θυμάμαι πάντα γύρω από τον καναπέ της να υπάρχουν εφημερίδες διπλωμένες στα σημεία που είχε σταματήσει και βιβλία με χαρτάκια με τα γυαλιά της ακουμπισμένα πάνω.

Στα 26 της γνώρισε τον παππού σε ένα πάρτι. Την είχα βάλει να μου πει την ιστορία αμέτρητες φορές με άπειρες λεπτομέρειες. Τι φορούσε, τι έγινε, τι είπαν, τι μουσική έπαιζε. Το γεγονός ήταν ότι συμπαθήθηκαν πολύ. Δεν μου μίλησε ποτέ για έρωτα, δεν ξέρω αν ερωτεύτηκαν. Άρχισαν να βγαίνουν, τα διακριτικά ραντεβού του μεσοπολέμου και μετά από λίγο παντρεύτηκαν. Αυτό που μου άρεσε πάντα ήταν ότι δεν ήταν προξενιό, δεν πιέστηκαν, ήταν δική τους ελεύθερη επιλογή. Φαινόντουσαν αρκετά ταιριαστοί και αλληλοσυμπληρώνονταν.

Ηλικιακά είχαν έναν χρόνο διαφορά, ο παππούς, ήταν μελαχρινός και η γιαγιά ξανθιά, ο παππούς ο ορισμός του introvert και η γιαγιά το απόλυτο extrovert. Ο παππούς επίσης ήταν ήρεμος και πράος άνθρωπος, δεν φώναζε σχεδόν ποτέ, δεν τσακωνόταν, δεν χτύπαγε τα παιδιά του.

Από όταν άρχισα να έχω συνείδηση ως παιδί η γιαγιά ήταν σαν ένας ήλιος που με ζέσταινε.

Ένιωθα την άνευ όρων αγάπη της σε κάθε πόρο του δέρματος μου, στην ψυχή μου, την έβλεπα στα γελαστά μάτια της. Η γιαγιά μου ήταν πολύ διαφορετική από όλους τους άλλους ενήλικες που ήξερα. Έπαιζε μαζί μας (με εμένα και τον αδερφό μου) σαν να ήταν το τρίτο παιδί στην παρέα, πάντα έβρισκε τρόπους να κάνει και τα πιο χαζά πράγματα αστεία και διασκεδαστικά. Το φαγητό ήταν πιο νόστιμο όταν το είχε κάνει η γιαγιά, το σπίτι της ήταν το μυστικό κάστρο με τις ανεξάντλητες κρυψώνες και τους θησαυρούς. Όταν φέρνω στο μυαλό μου τη γιαγιά και εμάς, μας κάνω πάντα εικόνα να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Το άλλο που με παραξένευε ήταν που η γιαγιά έπιανε συζήτηση με τα ζωάκια, σκυλάκια, γατάκια ακόμα και πουλάκια. Τους μιλούσε κανονικά και εκείνα έμοιαζαν σαν να την καταλάβαιναν.

Μετά το φαγητό, είχε την τούρκικη συνήθεια να ρεύεται μια φορά, να σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό και να λέει ‘Δόξα σοι ο Θεός’. Και το πρωί με το πρωινό της έπινε πάντα δυνατό μαύρο τούρκικο τσάι. Ο τούρκικος καφές ήταν για το ραχάτι της κατά τις 11-12 το πρωί αφού είχε τελειώσει με τις πολλές δουλειές.

Επίσης μόλις βγαίναμε στη γειτονιά για ψώνια μιλούσε με όλο τον κόσμο και τους ήξερε όλους με το όνομα τους. Πωπω, καμάρωνα εγώ πόσους πολλούς φίλους έχει η γιαγιά. Μου εξηγούσε βέβαια ότι δεν είναι όλοι φίλοι της. Ξέρω επίσης ότι όταν κάποιον δεν τον συμπαθούσε, πρέπει να ήταν σπάνια περίπτωση, και αναγκαζόταν να τον χαιρετήσει, έλεγε μετά ‘ο σαλόζης*, η σαλόζα’. Αυτή ήταν η χειρότερη βρισιά της για άνθρωπο. Αν και πρέπει να έβριζε στα τούρκικα κάποιες φορές, δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω καθώς δεν μας μάθαιναν τούρκικα για να μπορούν να βρίζουν και να κάνουν ενήλικες κουβέντες ελεύθερα.

Αντί για τα κλασικά παραμύθια μας έλεγε τις ιστορίες του Ναστραντίν Χότζα στα τούρκικα με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά ή αστικούς μύθους από την Κων/πολη ή ακόμα και δικές της ιστορίες από την παιδική της ηλικία. Τα αγαπημένα μου ήταν η γούνα του Χότζα και ο φούρνος του Χότζα και η δική της προσωπική ιστορία με την γάτα και το σκυλάκι που είχε ως κατοικίδια μικρή. Αυτά έπρεπε η καημένη να τα επαναλαμβάνει στο άπειρο διηνεκές.

Όταν ξεσαλώναμε το χειρότερο που μας έλεγε ήταν ‘αμάν πια κουντουρντίσατε* πάλι αρσίζικα* παιδιά’ και την θυμάμαι αναψοκοκκινισμένη και απηυδισμένη.

Όσο μεγάλωνα η γιαγιά πάντα μου έλεγε, να σπουδάσεις παιδί μου, να έχεις τη δουλειά σου και τα λεφτά σου και να μην τα αφήσεις ποτέ.

Πάντα όταν πήγαινα να τη δω μου έδινε ένα μικρό ποσό, είχε μια πενιχρή σύνταξη και ο παππούς είχε πια πεθάνει, και μου έλεγε να βγεις με τους φίλους σου να περάσετε ωραία. Αυτό που πάντα με εντυπωσίαζε ήταν ότι η γιαγιά ήξερε πάντα να δίνει το σωστό ποσό ανά εποχή για να βγάλεις 2-3 φίλους για μια μπύρα ή καφέ.

Όταν πήρα διαζύγιο, η γιαγιά μου στενοχωρήθηκε όχι γιατί χώρισα αλλά γιατί στενοχωρήθηκα και φυσικά έφταιγε ‘αυτός ο σαλόζης, ο ζεβζέκης*’.  Δεν ήταν αλήθεια, αλλά την ευχαριστώ για την απεριόριστη αγάπη της. Όταν της γνώρισα τον τωρινό μου σύντροφο ζωής, ήταν δύο χρόνια πριν πεθάνει. Με τον σύντροφό μου μέναμε πια στο εξωτερικό και είχαμε έρθει διακοπές. Η γιαγιά πλέον έμενε κάποιους μήνες με την μητέρα μου και κάποιους με την θεία μου. Η μητέρα μου με προειδοποίησε ότι πια έχει λίγες στιγμές διαύγειας μέσα στην ημέρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την συνάντηση μας εκείνη την ημέρα. Με αναγνώρισε αμέσως και με κράταγε σφιχτά αγκαλιά και με χάιδευε. Με απόλυτη διαύγεια με ρώταγε για την ζωή μου στο εξωτερικό και μου είπε πόσο προσευχόταν να έχω έναν καλό σύντροφο να με αγαπά. Φοβόταν να μην είμαι μόνη στη ζωή χωρίς συντροφιά. Αυτή την λέξη έλεγε συνέχεια ‘σύντροφο’. Όταν τον γνώρισε τον καμάρωνε, ‘τι ψηλό, όμορφο παλικάρι’ και την ώρα του φαγητού του έκανε ‘ματάκια’ για να του δείξει πόσο τον συμπαθεί.

Στα τελευταία της δεν είχε επαφή πια με το περιβάλλον, είχε γίνει ένα μικροσκοπικό βρέφος που ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο φως από όπου προήλθε. Γιατί η γιαγιά μου αυτό ήταν, φως, ένας μικρός ήλιος, μέσα σε μια ζοφερή παιδική ηλικία και σε έναν μάλλον ζοφερό κόσμο. Στην κηδεία της πέρα από συγγενείς, φίλους, εμφανίστηκαν περίπου 30 άτομα που δεν ξέρει κανείς μας ακόμα και τώρα από πού την ήξεραν, πως τους γνώρισε, ειδικά που τα τελευταία 5 χρόνια της ζωής της δεν έβγαινε από το σπίτι.

Γιαγιούλα μου σε ευχαριστώ για όλα όσα μου έμαθες. Μου έμαθες τι σημαίνει απεριόριστη αγάπη και αποδοχή, να είμαι ανεξάρτητη, να έχω δίπλα μου σύντροφο και συνοδοιπόρο και όχι σύζυγο, πόσο σημαντικό είναι να βρίσκω πάντα κάτι να γελάω και το σημαντικότερο από όλα να μιλάω στα ζωάκια (που βασικά νομίζω ότι με καταλαβαίνουν και μου απαντούν κιόλας).

* σαλόζης : γελοίος

* κουντουρντίζω : ξεσαλώνω, ξεπερνάω τα όρια

*αρσίζικο : άτακτο, ζωηρό

*ζεβζέκης : βλάκας, χαζός

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

10 Comments
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Χοντρό Βελανίδι
Χοντρό Βελανίδι
3 χρόνια πριν

Συγκινήθηκα πολύ ειλικρινά, η γιαγιά σου μου φάνηκε ένας υπέροχος άνθρωπος και δεν ξέρω γιατί αλλα μου θύμησε χαρακτήρα από μυθιστόρημα της Ιζαμπελ Αλιέντε. ❤️

Gatomiou
Gatomiou
3 χρόνια πριν

Τι υπέροχο κείμενο, πολύ συγκινητικό. Είσαι τυχερή που είχες ένα τέτοιο πρόσωπο στη ζωή σου!

Γβρμ
Γβρμ
3 χρόνια πριν

Αχ, εβίβα στις υπέροχες γιαγιάδες! Έχασα τη δική μου υπέροχη, φωτεινή, αξιοθαύμαστη γιαγιά πριν από δέκα χρόνια ακριβώς. Τη βλέπω καμιά φορά στον υπνο μου και τη σκέφτομαι συχνά, και ο γιος μου ξέρει τα πάντα γι’αυτήν, τη δεύτερη μαμά μου, που με μεγάλωσε. Πολύ συγκινήθηκα με τη γιαγιά σου, να λες τις ιστορίες της και να σκορπίζεις το φως της!

Ponemenosspourgitis
Ponemenosspourgitis
3 χρόνια πριν

Εμένα με ζέστανε το κείμενο σου, όμορφο, και σε ευχαριστώ που το μοιράστηκες.

moonchild
moonchild
3 χρόνια πριν

Τι όμορφο κείμενο, διαβάζεις και το χαμόγελο σχηματίζεται ασυναίσθητα ❤ Υπέροχη γιαγιά!

Paige
Paige
3 χρόνια πριν

Δάκρυσα κι εγώ με τη σειρά μου και πολύ θα ήθελα να ακούσω και την ιστορία με τη γούνα και το φούρνο και τη γάτα με το σκυλάκι.

sierra tango oscar papa
sierra tango oscar papa
3 χρόνια πριν

Καλά έχω ρίξει το κλάμα της αρκούδας. Τι όμορφα που γράφεις!! Να είσαι καλά να τη θυμάσαι τη γιαγιούλα σου.

Wolfcry
Wolfcry
3 χρόνια πριν

Πολύ όμορφο και συγκινητικό.

The black Moomin
The black Moomin
3 χρόνια πριν

Toprağı bol olsun…

All safe here
All safe here
3 χρόνια πριν

Τι ωραία γραφή και τι υπέροχη γιαγιά! Πολύ όμορφο και συγκινητικό κείμενο. Σε ευχαριστούμε που το μοιράστηκες ❤️