in

Προσωπική ιστορία: Αυτοκτονία και ΜΜΕ

Ένα πρωί πριν 6 χρόνια, όταν πήγαινα ακόμα λύκειο, ο διευθυντής με φώναξε στο γραφείο του για να μου πει ότι ο πατέρας μου είχε ένα ατύχημα. Ρωτούσα λεπτομέρειες, μου απαντούσε «δεν ξέρω» ενώ μέσα μου ήμουν σίγουρη ότι ήξερε ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

suicide

Τις προάλλες, η μόνιμα ανοιχτή τηλεόραση στις αεροπορικές θέσεις του πλοίου, μετέδιδε το βραδινό δελτίο ειδήσεων μεγάλου καναλιού. Πρώτο θέμα, ο εκτενής σχολιασμός και η -σχεδόν με ηδονοβλεπτική διάθεση- ματιά στη ζωή και την οικογένεια  του νεκρού εφήβου. Σόρρι, αλλά θα ήταν γελοίο να αναφερθώ σε «μετάδοση της είδησης σύμφωνα με τη δημοσιογραφική δεοντολογία και σεβασμό στο νεκρό και αυτούς που έμειναν πίσω» κλπ κλπ. Η Γραμμή Βοήθειας για την Αυτοκτονία 1018, ή πληροφορίες για άλλες υπηρεσίες που μπορεί να απευθυνθεί κάποιος, ΠΟΥΘΕΝΑ για άλλη μια φορά. Ταξίδευα μόνη μου, δε μπορούσα να αφήσω τα πράγματά μου και να αλλάξω χώρο, οπότε είπα ν’αλλάξω το κανάλι -δεν ήμουν σε κατάσταση να υπομείνω μέχρι να τελειώσει το θέμα- και χέστηκα τι θα μου πουν.

Όποτε αναπαράγεται οποιαδήποτε είδηση που έχει να κάνει με αυτοκτονία στην ελληνική ή ξένη ειδησεογραφία, τα κλείνω όλα και δε θέλω να έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Ούτως η άλλως, ποτέ δεν ενημερώνομαι από μέσα που κάνει «μπαμ» ότι διψάνε για κλικ, χρησιμοποιούν τις γνωστές βαρύγδουπες εκφράσεις για επίκληση στο συναίσθημα του αναγνώστη κ.ο.κ. Όμως, ακόμη και η τυχαία ανάγνωση ενός σκέτου τίτλου, αρκεί για να μου προκαλέσει την παραπάνω αντίδραση. Πόσο μάλλον, όταν μιλάμε για μια είδηση αυτοκτονίας (οποιουδήποτε ανθρώπου- άσημου ή διάσημου). Γιατί στις περιπτώσεις αυτοκτονίας, ακόμα και μεγάλα και έγκυρα ειδησεογραφικά σάιτ, εξακολουθούν να διαχειρίζονται τις υποθέσεις με το ΛΑΘΟΣ ΤΡΟΠΟ και αυτό πονάει, αλήθεια, παρ’όλο που δεν έχω χάσει κανέναν, αυτή τη φορά.

Ένα πρωί πριν 6 χρόνια, όταν πήγαινα ακόμα λύκειο, ο διευθυντής με φώναξε στο γραφείο του για να μου πει ότι ο πατέρας μου είχε ένα ατύχημα. Ρωτούσα λεπτομέρειες, μου απαντούσε «δεν ξέρω» ενώ μέσα μου ήμουν σίγουρη ότι ήξερε. Δεν επέμεινα, έκανα υπομονή, ενστικτωδώς σκέφτηκα ότι μάλλον είχε συμβεί το χειρότερο δυνατό- ότι είχε δηλαδή πεθάνει, αλλά θέλουν να μου το φέρουν με το μαλακό. Πάω σπίτι, βλέπω τη μαμά, κατάλαβα ότι θα γινόταν η ανακοίνωση, μισόλογα η μαμά, κατάλαβα ότι είχα δίκιο. Μετά τίποτα. Είχα απλά παγώσει. Ρώτησα πώς, μου είπε πάνω-κάτω το ψέμα που μου είχαν πει και στο σχολείο συν τη φράση «προσπάθησε να κάνει κακό στον εαυτό του». Όπα. Μισό. Δεν είχα ιδέα πώς να αντιδράσω, ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με την έκφραση συναισθήματος, αλήθεια, εκείνη την ώρα σκεφτόμουν «γιατί δε μου βγαίνει να κλάψω, τι κάνω, γίνεται κανείς να κλάψει με το ζόρι, πώς το κάνουν οι άλλοι, πώς θα μπορούσα να τον αποτρέψω».

Μετά από κάποιες ώρες, σε μια στιγμή που βρέθηκα μόνη και έπρεπε να ντυθώ για τα πριν την κηδεία και τα της κηδείας, για κάποιο λόγο αποφάσισα να γκουγκλάρω και ό,τι γίνει. Μου βγάζει είδηση από τοπικό ενημερωτικό σάιτ. Την πατάω. Βλέπω «άρθρο» όπου αναγραφόταν το ονοματεπώνυμο του πατέρα μου (σημειωτέον, δεν ήταν δημόσιο πρόσωπο, πολιτικός, πρώην πολιτικός ή ο,τιδήποτε),  αναλυτική περιγραφή της αιτίας θανάτου, αναφορά στην οικογένεια, ψέματα για τη ζωή του και στο τέλος της σελίδας βιντεάκι. Σκέφτομαι, τι είναι αυτό, όχι, δε μπορεί, το πάτησα, τώρα το πάτησα, τέλος. Από κάμερα «ρεπόρτερ» (?), με voiceover ρεπορτάζ- ή όχι; Δε θυμάμαι. Είδα για μισό δευτερόλεπτο το σώμα του πατέρα μου, αναγνώρισα τα ρούχα του. Δίπλα το ασθενοφόρο. Το ‘κλεισα αμέσως.

Μη φανταστείτε ότι τόσα χρόνια μετά είμαι ακόμα στην άρνηση. Δε θα σταθώ όμως σε εμένα, θα πω για την υπόλοιπη κοινωνία, που δεν είναι μόνο τα ΜΜΕ. Εμάς, τους ανθρώπους που μένουν πίσω, στην επαρχία, μας άκουσε κανείς; Όχι. Προφανώς όχι. Δεν τολμάνε. Προτιμούν να βολεύονται πίσω από τα παλιά παραδοσιακά ελληνικά –και όχι μόνο- ταμπού που σχετίζονται με τις ψυχικές νόσους. Προτιμούν να λένε «αχ η κρίση, αυτή η κρίση φταίει για όλα». Προτιμούν να βγάζουν αυθαίρετα συμπεράσματα για τις ζωές των αυτοχείρων, να βρίσκουν φταίχτες, αρκεί να μείνει μακριά από το δικό τους το σπιτάκι. Μένω σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, έχω έρθει σε επαφή με όλους σχεδόν τους ψυχιάτρους. Ευτυχώς βρέθηκε μία ψυχίατρος και μία ψυχολόγος που με βοήθησαν και ακόμη με βοηθάνε. Οι υπόλοιποι στους οποίους δυστυχώς  χρειάστηκε να πάω: Σάπιοι. Δε με άφηναν να μιλήσω στη διάρκεια του ιστορικού, έβγαζαν και εκείνοι συμπεράσματα για τη ζωή του πατέρα μου, χωρίς να έχουν καμία απόδειξη, χωρίς να είναι καν η δουλειά τους να ασχοληθούν με το θάνατό του εκείνη τη στιγμή, απλά και μόνο επειδή αναφερόμουν σε αυτό. Νομίζω ότι αν δεν είχα κάποιους φίλους, και ευτυχώς τη γραμμή βοήθειας της κλίμακας 1018 στην οποία με έχουν βοηθήσει πολλές φορές, δε θα είχα βρει ποτέ το δίχτυ προστασίας από επαγγελματίες τους οποίους έχω τώρα.

Καθημερινή παρέα μου εδώ και 3 χρόνια αποτελεί και η Αμπα, ελπίζω κάποια στιγμή όταν θα είμαι σε θέση, να σας γράψω τη συνέχεια τη δικής μου ιστορίας.

Σας ευχαριστώ.

Υ.Γ.: Προς κάθε ενδιαφερόμεν@, και κυρίως για εν δυνάμει δημοσιογράφους που θέλουν να κάνουν τη διαφορά: εδώ κι εδώ.

-Το μόνο άρθρο που έχω διαβάσει σε ελληνική εφημερίδα που έχει γραφτεί από δημοσιογράφο που τηρεί τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News