k31 innen 156
in ,

Τα υποκοριστικά – μια μάστιγα που «έθρεψε» η ελληνική τηλεόραση

Από το “Ελενάκι” στη “δουλίτσα” κι από εκεί στις “εγκυούλες” και τις “μανούλες”: Ο υποκορισμός ως εργαλείο “τρυφερής” απαξίωσης των έμφυλων ταυτοτήτων

Η σχέση της ελληνικής γλώσσας με τα υποκοριστικά είναι μία σχέση δυνατή, που εκτείνεται από την οικειότητα μέχρι την πραγματική τρυφερότητα και από την ειρωνεία, μέχρι την απόλυτη απαξίωση. Με απλά λόγια άλλη σημασία έχει το “καρδούλα μου”, που απευθύνει μία μάνα στο παιδί της μέχρι το “μιλάει και η Ελενίτσα” που μπορεί κάποιος να πετάξει, αναφερόμενος σε μία συνάδελφο.

Στη δημόσια σφαίρα τα υποκοριστικά “θέριεψαν” (πόσο οξύμωρο…), κυρίως μέσω της τηλεόρασης, με την αρχή να γίνεται ανυποψίαστα και αθώα, από τις στήλες και τις εκπομπές μαγειρικής. Ολόκληρη η πρωινή ζώνη της δεκαετίας του ’90 -μια ζώνη που απευθυνόταν κυρίως σε γυναικείο target group- γέμισε με “ζυμαράκι”, “κουταλίτσες”, “λαδάκι”, “κατσαρολίτσες”.

Μετά, τα υποκοριστικά επεκτάθηκαν στις στήλες ομορφιάς. Όλο και κάποια θαυματουργή “κρεμούλα” έπρεπε να πουληθεί ή κάποιο λαμπερό “κραγιονάκι”, κάποια “μαλλάκια” έπρεπε να φτιαχτούν και κάποιο “φορεματάκι” να παρουσιαστεί και κάπως έτσι, τα μικρούτσικα μικρά της ελληνικής γλώσσας είχαν αρχίσει να κανονικοποιούνται, όταν κάτι αφορούσε ή ενδιέφερε γυναίκες.

Και φυσικά, όπως γίνεται πάντα με τους ζωντανούς οργανισμούς, όπως η γλώσσα, στα ζωντανά προγράμματα και στις κριτικές τηλεόρασης, τα υποκοριστικά πλέον αφορούσαν, απευθύνονταν και κατευθύνονταν σε ανθρώπους, που, διόλου τυχαία, ήταν γυναίκες: το “Ελενάκι”, το “Χριστινάκι”, η “Μαιρούλα” και πάει λέγοντας. Όταν μάλιστα το παιχνίδι του ανταγωνισμού των πρώτων χρόνων της ιδιωτικής τηλεόρασης χόντρυνε, είδαμε και τίτλους με το “Ελενάκι που έσκισε” ή την “Τάτυ που δεν τα κατάφερε στον μέσο όρο των δυναμικών κοινών”.

Γενικώς, από ένα σημείο και μετά ήταν σαφές ότι το υποκοριστικό του ονόματος μιας παρουσιάστριας ή έστω το χαϊδευτικό της, μπορούσε να γίνει είτε “πατ πατ” συγχαρητηρίων είτε απαξιωτικό της δουλειάς της.

Γενικώς, από ένα σημείο και μετά ήταν σαφές ότι το υποκοριστικό του ονόματος μιας παρουσιάστριας ή έστω το χαϊδευτικό της, μπορούσε να γίνει είτε “πατ πατ” συγχαρητηρίων είτε απαξιωτικό της δουλειάς της.

Επίσης, σαφές, μέχρι και σήμερα, ήταν (και είναι) ότι κανείς δεν μπορούσε να αποκαλέσει “Νικολάκη” ή “Γιαννάκη”, έναν άντρα παρουσιαστή, εκτός κι αν αυτός που θα το αποτολμούσε ήταν άντρας και ετοιμαζόταν για κατά μέτωπο επίθεση. Εκεί, το πράγμα άλλαζε…

Στο εργασιακό πεδίο, η χρήση του υποκοριστικού συνήθως “υπογράφει” (και με τα δύο χέρια) το φύλο αυτού που κάνει μια οποιαδήποτε επιτυχία. Οι περισσότερες εργαζόμενες, σε οποιοδήποτε industry σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα έχουν ακούσει, σε κάποια στιγμής της σταδιοδρομίας τους “μπράβο για τη δουλίτσα” που έκαναν. Ο άντρας συνάδελφος εννοείται ότι κάνει δουλειά, κανονική δουλειά, χωρίς υποκοριστικά.

Δεν είναι, όμως, μόνο η δουλειά, όπου το υποκοριστικό έρχεται για να αποδυναμώνει την ένταση μιας προσπάθειας ή μιας επιτυχίας. Δεν είναι λιγότερο αθώες οι καταστάσεις του ιδιωτικού βίου που η γυναίκα είναι σε… σμίκρυνση: οι “μανούλες”, οι “εγκυούλες”, οι “φουσκωμένες κοιλίτσες”, τα “πονάκια”, τα συναντά μια γυναίκα όταν ετοιμάζεται να γίνει μητέρα και ξαφνικά όλος ο κόσμος παθαίνει πολιτισμικό σοκ μπροστά στην εγκυμοσύνη της και την κοιλιά της.

Όλα όσα την αφορούν μπαίνουν σε υποκοριστικό, το οποίο εδώ έρχεται να δηλώσει τρυφερότητα μεν, αλλά με τέτοιο γλυκερό και απονευρωμένο τρόπο, που κάποια νεύρα (πολλά η αλήθεια είναι) μπορεί να τα προκαλέσει στην μέλλουσα μητέρα.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά το πρωί, περισσότερο ακούγοντας και λιγότερο βλέποντας πρωινές εκπομπές, με άντρες, αλλά και γυναίκες παρουσιάστριες να καταφεύγουν στην ευκολία του υποκοριστικού για να “σπάσουν τον πάγο” σε μία συνέντευξη / για να πείσουν για την αποτελεσματικότητα ενός προϊόντος / για να εξορίσουν την αμηχανία τους σε μία άβολη στιγμή / για να μας βάλουν στο κλίμα των γιορτών και τα “Χριστουγεννάκια” (τα μίκρυναν κι αυτά!) που έρχονται.

Μπορεί όντως η τρυφερότητα να είναι το τελευταίο μας καταφύγιο, όταν όλα πηγαίνουν στραβά ή όταν κάπως θέλουμε να ζεστάνουμε το κλίμα (ειδικά στα τηλεοπτικά πλατό), αλλά και πάλι, τόσο υποκοριστικό -τη στιγμή που τόση ζημιά έχει κάνει – κάπως θα πρέπει να οριοθετηθεί. Ή έστω να επισημαίνεται ως μη πολιτικώς ορθό, όχι απλώς ως αγενές ή ανάρμοστο.

Στην τελική, αν δεν πρόκειται για τη μαμά μας και για τα της ιδιωτικής σφαίρας της ζωής μας (πάρα πολύ φίλους μας, ας πούμε, που το “Χριστινάκι”, “Ελενάκι” και πάει λέγοντας δεν μπορεί με τίποτα να θεωρηθεί απαξιωτικό) για όλους τους υπόλοιπους ισχύει το όνομά (μας), ολόκληρο, καθόλου κουτσουρεμένο, καθόλου μικρούτσικο και απολύτως συνυφασμένο και με τα μεγάλα και με τα μικρά που έχουμε καταφέρει – και δεν χρειάζεται να έρθουν στα μέτρα κανενός για να αναγνωριστούν ως τέτοια.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια