Menu
in ,

Η πρώτη φορά (μέρος 6ο)

μια ιστορία σε συνέχειες…

Ένα κορίτσι στην εφηβεία ζει τα πρώτα ερωτικά σκιρτίματα, που οδηγούν στο σεξουαλικό ξύπνημά της.

Όμως σε έναν κόσμο αντρών η πορεία αυτή είναι μπερδεμένη κι αβέβαιη.

Και το ροζ γίνεται σιγά σιγά μαύρο.

 

Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες. Η παγωνιά του χειμώνα τρύπωνε στα ανοίγματα των ρούχων μας και κόντραρε στο ξαναμμένο δέρμα μας. Όμως, όσο κι αν τη βρίσκαμε με τα χάδια που έφταναν μέχρι το τέλος, αυτά δεν αποτελούσαν παρά μόνο ημίμετρα. Η κατάσταση δεν άφηνε περιθώρια για ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή και είχε έρθει πια ο καιρός γι’ αυτήν. Μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα μεγάλωνε η επιθυμία μας, μαζί με την αγάπη μας. Ήμασταν φουλ ερωτευμένοι, ζούσα το teenage love σαν από ταινία αμερικάνικη. Ο Γιάννης είχε ομορφύνει τη ζωή μου με έναν απλό, ζεστό τρόπο. Η σταθερή, νοιαστική του συμπεριφορά με είχε τυλίξει σε έναν κόσμο ασφάλειας κι αγάπης, που διατηρούσε την πίστη μου αλώβητη, ότι όλα είναι όπως ακριβώς φαίνονται. Δεν είχα δεύτερες σκέψεις, κι αργότερα θα μάθαινα ότι αυτό ισοδυναμεί με καθαρή ευτυχία.

Στην πορεία έμαθα και για τη ζωή του, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του τους χτυπούσε, αυτόν και τη μητέρα του. Είδαν κι έπαθαν να γλιτώσουν, ο Γιάννης δεν ήθελε να τον δει ούτε ζωγραφιστό. Και είχε μόνιμα έναν φόβο, μην ξεφυτρώσει μπροστά του από το πουθενά κι αρχίσει κανένας καβγάς. Μετά απ’ όλα αυτά θα μπορούσε να είχε γίνει σκληρός κι απρόσιτος, όμως ο πόνος τον έκανε να διψά για τρυφερότητα κι αγάπη. Κι είχε ευτυχώς καταλάβει, σαν από ένστικτο αλάθητο, ότι ο μόνος δρόμος να τα βρεις είναι να τα δώσεις εσύ πρώτος. Κι ο Γιάννης μου τα έδινε απλόχερα. Μαζί  του ένιωθα σίγουρη. Δεν χρειάστηκε ποτέ να περπατήσω στο τεντωμένο σκοινί της αμφιβολίας για το αν υπάρχει αγάπη, που εννιά στις δέκα φορές σε ρίχνει στο καναβάτσο. Αυτό το ερώτημα είχε απαντηθεί προτού καλά καλά προλάβει να γεννηθεί για τα ψυχικά μπαλαντζαρίσματα που θα με βασάνιζαν αργότερα στη ζωή μου, δεν είχα ακόμα ιδέα. Ήμουν τυχερή που ήταν ο πρώτος άντρας που γνώρισα.

Μετά ήρθε η άνοιξη. Τα είχαμε ήδη οκτώ μήνες και τα πράγματα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα. Δεν μπορούσε αυτή η κατάσταση να συνεχιστεί για πάντα, έπρεπε να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο. Όμως δεν βλέπαμε πουθενά φως.

Έτσι πήραμε την απόφαση. Μου το πρότεινε ο Γιάννης ένα απόγευμα, να πηγαίναμε σε ξενοδοχείο. Ημιδιαμονής, υπήρχε ένα στην παραδίπλα συνοικία. Είχε ακούσει γι’ αυτό, μου είπε ότι ήταν καθαρό και ήσυχο. Πήγαιναν νεαρά ζευγαράκια σαν κι εμάς, και κάτι παντρεμένοι με τις φιλενάδες τους. Στην αρχή σφίχτηκα· πού να τρέχουμε σε άγνωστα μέρη για κάτι τόσο προσωπικό, τόσο ιδιαίτερο. Το σώμα μου κλότσησε, όμως δεν του έδωσα σημασία. Η λογική πήρε το πάνω χέρι: ο καιρός περνούσε και δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο Γιάννης ήταν κοτζάμ άντρας, κι άλλωστε είχα κι εγώ βαρεθεί να ερωτοτροπούμε στα γρήγορα, σαν τους κλέφτες. Ήμουν σίγουρη ότι είχε έρθει η ώρα, δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο να περιμένω.

 

Για το 7ο μέρος:

Η πρώτη φορά (μέρος 7ο)

Σχολιάστε