Menu
in

Η κουλτούρα του βιασμού ξεκίνησε από τη μάνα μου

Όλα άρχισαν όταν μου ήρθε πρώτη φορά περίοδος

Ξαφνικά έπρεπε να προσέχω τι λέω, πως το λέω, πως ντύνομαι, πως φέρομαι, ακόμα και πως κοιτάω ή δεν κοιτάω, γιατί υπάρχουν άντρες (πριν δεν υπήρχαν;). Γιατί τώρα που είχα περίοδο, οι άντρες θέλουν “κάτι” από μένα (το οσμίζονται σαν τα σκυλιά;). Και εγώ πλέον δεν ήμουν παιδί, ούτε καν έφηβη, αλλά γυναίκα, και σαν γυναίκα έπρεπε να αναλάβω τις ευθύνες μου, γιατί ότι μου συμβεί από εδώ και πέρα (το σημείο μηδέν) εγώ θα φταίω. “Γυναίκα” ετών 11, με “ευθύνες”, γιατί οι γυναίκες έχουν μόνο ευθύνες, οι άντρες έχουν πουλί.

Είσαι τρελή κορίτσι μου αν πιστεύεις πως οι γυναίκες δεν φταίνε. Είσαι τρελή και ονειροπαρμένη“. Και όμως μέσα μου ήξερα ότι όλο αυτό δεν είναι σωστό. Σα να σου λένε ότι δύο συν δύο ίσον εικοσιτέσσερα, ενώ εσύ ξέρεις ότι κάνει τέσσερα, αλλά δεν μπορείς να το αποδείξεις γιατί δεν ξέρεις μαθηματικά, το ξέρεις όμως.

Ήμουν στην εφηβεία όταν πήγαινα σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της φίλης μου της Α. για να διαβάσουμε, να κάνουμε παρέα κλπ. Ήταν η μόνη από τις φίλες μου που οι γονείς της δεν ήταν χωρισμένοι, και βρισκόταν ο μπαμπάς της στο σπίτι κάθε φορά που πήγαινα. Έπρεπε λοιπόν να πηγαίνω ντυμένη “κάπως”, όχι με σορτσάκι (το καλοκαίρι), ούτε με φόρμα (γιατί διαγράφονται οι καμπύλες) αλλά ούτε με τα μαλλιά μου κότσο (γιατί φαίνεται ο λαιμός) ούτε με μπλούζα που να τονίζει το μεγάλο στήθος που είχα, και ας ήταν η μπλούζα ζιβάγκο, και ο κατάλογος του τι δεν έπρεπε να φοράω ήταν ατελείωτος, για να μην μου την πέσει ο κύριος Τάδε μπαμπάς της φίλης μου, σύμφωνα με τη μάνα μου.

“Μα ρε μάνα, αν ο κ. Τάδε είναι ανώμαλος (έτσι τους αποκαλούσα, παρεπιπτόντως ο άνθρωπος ήταν μια χαρά και ποτέ δεν είχε πέσει κάτι στην αντίληψή μου, ούτε καν κάποιο βλέμμα), υποθετικά μιλώντας, τότε δεν θα με σώσουν τα ρούχα”.

Δεν είναι ανώμαλος, άντρας είναι και θα του σηκωθεί. Εσύ να μην είσαι προκλητική γιατί μετά εσύ θα φταις για ότι γίνει”.

Ήμουν πάλι στην εφηβεία γύρω στα 13-14, χωρισμένοι οι γονείς μου, ένας άλλος άντρας έμενε για κάποιο διάστημα στο σπίτι μας. Να προσέχω πως ντύνομαι μέσα στο σπίτι, μη τυχόν και μου την πέσει αυτός, γιατί μετά “αυτόν θα τον διώξω και εσύ θα φας ξύλο”.

Αγαπημένη ατάκα σε συγγενείς: ένας μεγάλος φόβος μου είναι μην μου βιάσουν το κορίτσι αύριο μεθαύριο (όταν έγινα 12) και μετά άντε να τη δικαιολογήσω (σε ποιόν;;). Μην κόπτεσαι ρε μάνα, άμα είναι αυτό το πρόβλημα, το κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί και κάνουμε ότι δε συνέβη ποτέ. Οι στρουθοκάμηλοι εγκρίνουν.

Ήμουν 21 όταν κανόνιζα ένα βράδυ να βγω έξω με μια παρέα. Το αγόρι μου δούλευε βραδινή βάρδια και δεν μπορούσε να έρθει. Με ρωτάει η μάνα μου αν θα είναι και αγόρια μαζί μας. Ναι της λέω, θα έρθουν ο τάδε και ο τάδε. “Πρόσεξε μην σε βιάσουν γιατί μετά το αγόρι σου δεν θα θέλει ούτε να σε φτύσει. Και εσύ τέτοιες ώρες πας γυρεύοντας να το ξέρεις”. Εκεί εξοργίστηκα. Δηλαδή δεν σε ενδιαφέρει στο παιδί σου τι σωματική και ψυχολογική ζημιά επιφέρει ένας βιασμός, σε ενδιαφέρει τι θα σκεφτεί ο κάθε γκόμενος. Λες και ο βιαστής έχει ωράριο, βγαίνει πάντα μετά τα μεσάνυχτα σαν τα βαμπίρ, και εμείς που “πάμε γυρεύοντας” γνωρίζουμε αυτό το ωράριο από πριν και το ακολουθούμε κατά πόδας, μην τυχόν και πέσουμε σε κακό timing και δεν βιαστούμε τελικά.

“Ε λοιπόν αν με βιάσουν την επόμενη μέρα θα κάνω καταγγελία. Και αν το αγόρι μου δεν θα θέλει να με φτύσει μία, εγώ θα τον φτύσω χίλιες φορές. Και μετά θα πάω σε έναν ψυχολόγο για να γλιτώσω από όλους εσάς τους τρελούς”. Αυτή ήταν η απάντησή μου. (Φυσικά και δεν βγήκα ποτέ εκείνο το βράδυ, διότι ακολούθησε καβγάς επικών διαστάσεων). Τότε δεν ήξερα τον όρο, ήξερα μόνο αυτό που μου έλεγε το ένστικτό μου, ότι όλο αυτό είναι λάθος. Τώρα ξέρω πως ονομάζεται. Εσωτερικευμένος μισογυνισμός.

“Εγώ σε προειδοποίησα. Εγώ το καθήκον μου το έκανα. Από εκεί και πέρα αν σου συμβεί κάτι εσύ θα φταις, εγώ δεν θα είμαι εκεί”. Αυτά ειπώθηκαν την τελευταία φορά που μιλήσαμε για το θέμα αυτό.

Μέχρι πριν κάποια χρόνια πίστευα απλά ότι η μάνα μου είναι ένας κακός άνθρωπος που τα λέει και τα πιστεύει αυτά, ή ότι κάποιο απωθημένο είχε μαζί μου.

Μετά συνειδητοποίησα ότι το θέμα είναι κοινωνικό, ξεπερνάει το μικρόκοσμό μου, και τρόμαξα.

Όπως και εσείς, έχω ακούσει από πολλούς να λένε “εν μέρει έφταιγε και η κοπέλα”.  Μια μέρα είπα σε παρακαλώ, εξήγησέ μου πως το εννοείς αυτό. Έφταιγε όπως λέμε έφταιξε ένας μεθυσμένος οδηγός που χτύπησε έναν άνθρωπο, γιατί ενώ γνωρίζει τις συνέπειες του αλκοόλ στην οδήγηση επέλεξε να πιεί και μετά να οδηγήσει; “Όχι, γιατί η κοπέλα δεν ήξερε τι θα της συμβεί, αλλά παρόλα αυτά πήγε”. Τότε αγαπητέ μου του λέω, είχε άγνοια κινδύνου. Εσύ αν έρθεις στο σπίτι μου και εγώ έχω φέρει άλλους πέντε να σε σαπίσουν στο ξύλο, θα φταις εσύ; Θα το έχεις προκαλέσει εσύ; Όχι, απλώς αγνοείς το γεγονός ότι θέλω να σου κάνω κακό.

Πολλοί έχουν μπερδέψει την άγνοια κινδύνου με το “έφταιγε”. Και για να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο χρειάζεται ενημέρωση, ουσιαστική ενημέρωση, όχι της επιφάνειας. Όχι να σου πετάξω ένα πατριαρχικό manual για το πως πρέπει να ντύνεσαι και να συμπεριφέρεσαι, και όποιον πάρει ο Χάρος. Όχι, έτσι δε νοιάζεσαι για μένα, έτσι με πατρονάρεις. Αλλά και όλη η ενημέρωση του κόσμου δεν ίσως δεν φτάνει για να μας προστατέψει από το τέρας που ονομάζεται βιασμός. Και εγώ γνώριζα τους κινδύνους, αλλά έπεσα σε κακοτοπιές, πάμπολλες φορές. Γλίτωσα, όλες τις φορές, από καθαρή τύχη. Δεν έφταιγα εγώ όμως, δεν το προκάλεσα. Δεν το προκάλεσα ούτε όταν δεν ήξερα, ούτε όταν ήμουν υποψιασμένη. Όπως ο δολοφονημένος δεν προκάλεσε τον δολοφόνο του να τον σκοτώσει. Γιατί είναι τουλάχιστον ανόητο και επικίνδυνο, τη στιγμή που διαδραματίζεται ένα έγκλημα, να προσπαθούμε να μοιράσουμε την ευθύνη ανάμεσα στο θύμα και στο θύτη.

Σχολιάστε