Menu
in

Απ’την αρχή

Έτυχαν πολλά και μαζεμένα. Βγήκα έξω από τον εαυτό μου ή κάπου τον άφησα. Δεν ξέρω. Σαν να κλείδωσε το μυαλό μου. Μάλλον για να μην σαλτάρω. Λίγο ρομπότ η κατάσταση, για να παλέψω τα καθημερινά. Κάπως σαν να αρχίζω να ξυπνάω. Να γυρνάνε μνήμες, ευαισθησίες, συναισθήματα. Αρχίζω να τραβάω κλωστές κι όλο και ξετυλίγονται πράγματα. Τράβηξα κι ένα νήμα, που μιλάει με μουσικές. Είναι μια διαδρομή στον προσωπικό μου χάρτη. Μια βόλτα σε μέρη, που είχα καιρό να περπατήσω. Οι στάσεις είναι σε στιγμές παιδικές και οικογενειακές. Μάλλον εκεί είχα ανάγκη να κάτσω για έναν καφέ, για ένα τσιγάρο.

Πρώτος σταθμός η Χαρούλα. Και η μάνα μου. Την αποχωρίστηκα για κάποιο διάστημα εκεί γύρω στα δύο-τρία. Έπρεπε να πάει για δουλειά. Οι δικοί μου λένε, ότι δεν ήθελα, να της μιλήσω στο τηλέφωνο. Δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως, να τη βλέπω στην τηλεόραση να τραγουδάει. Που δεν ήταν εκείνη στην πραγματικότητα, αλλά η Αλεξίου. Ήταν που τραγουδούσε κι η μάνα μου τα ίδια τραγούδια στο σπίτι; Ήταν που έμοιαζαν τα μαλλιά τους; Ένα ασχημάτιστο μυαλό δεν πιάνει, φαίνεται, και πολλές λεπτομέρειες.

Κι ύστερα η θεία μου κι ο Σαββόπουλος. Έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσαμε τη Συννεφούλα. Οικογενειακό κειμήλιο το ακορντεόν. Το είχε αγοράσει η μάνα μου για τις σπουδές της, έμαθε να παίζει η θεία μου, τώρα περνάει τα λουριά του στους ώμους της η κόρη της. Εγώ δεν έμαθα, αλλά ο ήχος του, η φωνή της θείας μου, η Συννεφούλα είναι ακόμα μαζί μου.  Ακόμα και τα δάχτυλα της στα πλήκτρα μπορώ να δω σαν να ήταν τώρα.

Τα τραγούδια από Το Μινόρε της Αυγής και το Ρεμπέτικο. Μεγάλη αγάπη των γονιών μου αυτά. Τι καταλάβαινα μικρό παιδάκι από αυτά τα τραγούδια δεν ξέρω, αλλά μου άρεσαν πολύ. Προσπαθούσα να φτιάξω ιστορίες, που να ταιριάζουν με τα λόγια. Κάποιες ήταν λυπητερές και μου ερχόταν να κλάψω. Άλλες φορές έμενα με ερωτηματικά. Αχ, σε απάτησε και σε τραυμάτισε, λέει το τραγούδι. Πόσο μεγάλο πόδι να έχει και την πάτησε τόσο δυνατά, αναρωτιόμουν. Γελούσα και με τον πατέρα μου, που το ένιωθε ο άνθρωπος, αλλά δεν το είχε. Παράφωνος. Πόσο χαιρόταν όμως με τη μάνα μου, που τα τραγουδούσε όμορφα. Το έβλεπα στα μάτια του.

Και μια απροσδόκητη σύνδεση του πατέρα μου με τον Χατζηδάκι. Ο πατέρας μου άκουγε πάντα ραδιόφωνο το πρωί με τον καφέ. Ακόμα το κάνει. Μου είχε κολλήσει το μουσικό σήμα της εκπομπής. Με τουρου-ρου-ρουρουμ το έλεγα, αφού δεν είχε λόγια. Πέρασαν  τα χρόνια, βιαζόμουν πια πολύ να ετοιμαστώ για το σχολείο, έφυγα από το σπίτι, το ξέχασα σχεδόν. Πολύ αργότερα ανακάλυψα τυχαία, ότι ήταν το Όταν έρχονται τα σύννεφα. Αυτή ήταν λοιπόν η μουσική, που πήγαινε πακέτο με τον μπαμπά το πρωί.

Θα μπορούσαν να λείπουν οι γιαγιάδες μου; Συννεφιασμένη Κυριακή, Το βουνό, Στο ‘πα και στο ξαναλέω, Σ’αγαπώ γιατί είσαι ωραία. Έτσι από μακριά τώρα πια, οι φωνές τους μου φαίνονται σαν κεράκια αναμμένα σε εκκλησιά. Ταπεινές, με έναν πόνο κρυφό, που θαρρώ κρατούσαν μόνο για την προσευχή τους. Αλλά η φλόγα, φλόγα. Ο παππούς άλλο ανέκδοτο. Ήταν παράδοση στις γιορτές να «τινάζει» την ανθισμένη αμυγδαλιά. Ε, ο συμπέθερος την τίναξε, ρωτούσε ο θείος μου στο τηλέφωνο, όταν έπαιρνε να μας ευχηθεί. Και Αχ Βαλεντίνα και να και Το Γελεκάκι, που φορείς. Ήταν η ώρα να μαζέψουμε το τραπέζι και να το διαλύσουμε. Οι άντρες είχαν πιει πια πολύ.

Οι καλοκαιρινές συναυλίες. Η θεία μου μας ξεσήκωνε πάντα. Η μάνα μου, αν και γούσταρε, δεν το έπαιρνε εύκολα απόφαση. Επέμενε εκείνη : «Άντε, μωρή, πάμε. Ωραία θα ‘ναι». Γύριζε και σε μένα: «Εσύ θα έρθεις. Αυτά δε θα τα χάνεις. Να τα κυνηγάς. Ακούς;» Με νευρίαζε, γιατί μου τα έλεγε σχεδόν σαν να με μαλώνει, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Και πηγαίναμε. Οι αδερφές κι ένα τσούρμο παιδιά. Με παρέες ή και οι δυο μας. Την επόμενη μέρα με κοιτούσε λες και είχε ξεσκεπάσει καμιά συνομωσία. «Κι αυτό το τραγούδι το ήξερες, μωρή;»  Χαιρόμουν, γιατί το έλεγε αστεία και στο δικό μας κώδικα σήμαινε, ότι με παραδέχεται. Είναι πολύ δύσκολο να  τα θυμάμαι αυτά, γιατί δεν έχει παρακάτω το νήμα. Χάσαμε την αρχηγό μας για τις συναυλίες κι από τότε στέκεται ένας κόμπος στο λαιμό. Όταν βρισκόμαστε μαζί οι υπόλοιποι και λέμε ιστορίες και γελάμε, βρίσκει το γέλιο πάνω στον κόμπο και βουρκώνουν τα μάτια μας.

Θα βρω την άκρη και σε άλλα κουβάρια σιγά σιγά. Άλλα πρόσωπα, άλλες εικόνες, πιο πολλές μουσικές. Θα ξεκινήσω και καινούριες διαδρομές. Κοιτάω κι αυτή την κλωστή, που μου έμεινε στα χέρια χωρίς συνέχεια, και μου φαίνεται γερή. Μ’ αυτή θα ράψω τα παλιά με τα νέα. Θα φαίνεται η ραφή. Νομίζω, ότι θα πονάει πάντα. Δε θέλω όμως να την αφήσω κι ούτε βρίσκω άλλο τρόπο, να προχωρήσω.

Σχολιάστε