in

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να ορίσουμε την έννοια της συγκατάθεσης στο βιασμό;

Πώς αναπαράγεται η κουλτούρα του βιασμού μέσα στις δικαστικές αίθουσες;

Η έννοια της συγκατάθεσης για τη διάκριση του συναινετικού σεξ από το βιασμό είναι θεμελιώδης, θολή και εξαιρετικά πολύπλοκη. Απασχολεί, δε, μια πληθώρα τομέων, ο καθένας εκ των οποίων εστιάζει αλλού την προσοχή του. Λογικό, αφού ο βιασμός είναι ένα ζήτημα που έχει ευρείες συνέπειες όχι μόνο στο νομικό κόσμο, αλλά και σε κοινωνιολογικό επίπεδο, στα ζητήματα της θέσης της γυναίκας ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

consent calculation featured

Η έννοια της συγκατάθεσης για τη διάκριση του συναινετικού σεξ από το βιασμό είναι θεμελιώδης, θολή και εξαιρετικά πολύπλοκη. Απασχολεί, δε, μια πληθώρα τομέων, ο καθένας εκ των οποίων εστιάζει αλλού την προσοχή του. Λογικό, αφού ο βιασμός είναι ένα ζήτημα που έχει ευρείες συνέπειες όχι μόνο στο νομικό κόσμο, αλλά και σε κοινωνιολογικό επίπεδο, στα ζητήματα της θέσης της γυναίκας κλπ.

Από νομικής άποψης, πάντως, η συγκατάθεση είναι τόσο κεφαλαιώδους σημασίας, επειδή είναι αυτό που πληροί ή όχι την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Χωρίς αυτή, είναι βιασμός. Με αυτή, είναι μια πράξη αδιάφορη για το ποινικό δίκαιο. Διαφέρει, λοιπόν, από τη συναίνεση, η οποία έχει να κάνει με το κατά πόσο το θύμα είναι ή δεν είναι αντίθετο στην τέλεση του εγκλήματος εναντίον του. Στην απλή σωματική βλάβη, για παράδειγμα, η συναίνεση του θύματος δεν αναιρεί ότι έχει γίνει το έγκλημα, αλλά απλώς αίρει τον άδικο χαρακτήρα του.

Στη μη νομική ορολογία, πάντως, έχει επικρατήσει ο γενικευτικός όρος συναίνεση, για να συμπεριλάβει τις περιπτώσεις, στις οποίες δεν τελείται βιασμός, αλλά εκούσια επαφή και από τις δύο πλευρές. Μικρή σημασία έχει, βέβαια, το ποια λέξη χρησιμοποιούμε, για να χαρακτηρίσουμε τη συγκατάθεση. Τεράστια σημασία έχει το πώς την αναγνωρίζουμε. Και το πώς καταφέρνουμε να πετύχουμε την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και την προστασία του θύματος. Με λίγα λόγια, το βάρος της απόδειξης της μη συγκατάθεσης το έχει μεν στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης ο κατήγορος, δηλαδή ο εισαγγελέας και κατά συνέπεια το θύμα, όμως από την άλλη, πρέπει να γίνεται προσπάθεια να προστατευθεί η αξιοπρέπεια του θύματος και να μη συνάγεται η συναίνεση από μη σχετικά περιστατικά.

Με τις πρόσφατες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, ο νόμος διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό την απαίτηση της συγκατάθεσης, αφού πλέον τεκμήριο μη συγκατάθεσης θεωρείται όχι μόνο η σωματική βία και η απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, αλλά και η απουσία συναίνεσης. Φυσικά, μια τέτοια διατύπωση αφήνει μεγάλο περιθώριο ερμηνείας, ένα παραθυράκι από το οποίο μπορούν να εισέλθουν στο πλαίσιο της ποινικής δίκης τα στερεότυπα που αναπαράγουν την κουλτούρα του βιασμού. Διότι, όταν απομακρυνόμαστε από την αρχετυπική εικόνα του βιασμού με το βιαστή να απειλεί το θύμα με ένα όπλο στο κεφάλι, πώς θα καταφέρουμε να οριοθετήσουμε την αχανή περιφέρεια των περιστατικών που περιλαμβάνουν την απουσία συναίνεσης;

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε ποια κοινωνικά στερεότυπα περί του τι συνιστά συγκατάθεση και τι όχι ενεργοποιούνται στη διαδικασία της συνδιαλλαγής του δικηγόρου υπεράσπισης με το θύμα, τους τυχόν μάρτυρες και τους ενόρκους και πώς αυτά κατασκευάζονται γλωσσικά και συχνά επηρεάζουν την τελική ετυμηγορία.

Καταρχάς, είναι εξαιρετικά συνηθισμένο η αφετηρία των δικηγόρων που υπερασπίζονται τον κατηγορούμενο να βρίσκεται στο στερεότυπο ότι βιασμός και συνεπώς μη συγκατάθεση υπάρχουν μεταξύ αγνώστων. Παρόλο που πολλές έρευνες (π.χ. Russell 1982) έχουν επισημάνει ότι περίπου στο 70% των βιασμών ο θύτης είναι γνωστός ή ακόμα και πολύ οικείος στο θύμα, η γραμμή υπεράσπισης των δικηγόρων κινείται στον άξονα ότι το θύμα είχε δείξει ένα αρχικό ενδιαφέρον στο θύτη, υπήρχε έλξη κλπ. Έτσι, χτίζεται ο ιδεατός τύπος του θύματος βιασμού, το οποίο πρέπει να είναι μια ανυπεράσπιστη γυναίκα απέναντι σε έναν άγνωστο που της επιτίθεται ξαφνικά, ενώ μια γυναίκα που βιάζεται από κάποιον οικείο της, το σύντροφό της ή έναν άντρα με τον οποίο είχε βγει ραντεβού θεωρείται μη αρχετυπικό μοντέλο και τοποθετείται στο περιθώριο.

Μια πολύ διαφωτιστική γλωσσολογική εργασία στην Αμερική (Matoesian 2001) είχε μελετήσει τις ερωτήσεις που έκανε ο συνήγορος υπεράσπισης στο θύμα στα πλαίσια της γνωστής δίκης του William Kennedy Smith για βιασμό με την παρουσία ενόρκων και είχε καταλήξει ακριβώς στην παραπάνω διαπίστωση. Ο δικηγόρος τόνιζε στις ερωτήσεις αλλά και στην αγόρευσή του ότι το θύμα είχε δείξει το σεξουαλικό του ενδιαφέρον προς το θύτη και μάλιστα αυτό το έκανε με μια άκρως παρελκυστική τακτική. Επαναλάμβανε συνεχώς ότι το θύμα ενδιαφερόταν [για το θύτη] τόσο, ώστε… (interested enough that…”) και μετά προσέθετε διάφορα συντακτικά συμπληρώματα («ενδιαφερόταν τόσο, ώστε να βγει μαζί του/ να θελήσει να του δώσει το τηλέφωνό της/ να ανέβει σπίτι μαζί του» κλπ). Τοποθετώντας αυτές τις φράσεις δίπλα δίπλα μέσα στο λόγο, ο δικηγόρος κατασκεύαζε γλωσσικά μια σημασιολογική σύνδεση ανάμεσα σε αυτό το ενδιαφέρον και το υποτιθέμενο συναινετικό σεξ και τόνιζε τη διαβάθμιση του ενδιαφέροντος, το οποίο παρουσιαζόταν ως λογική αιτία της εκούσιας επαφής που ισχυριζόταν ότι ακολούθησε.

Αναπαράγεται, λοιπόν, πανηγυρικά το κατεξοχήν στερεότυπο της κουλτούρας του βιασμού ότι η εκδήλωσης συμπάθειας και οι φιλικές ή ερωτικές επαφές δηλώνουν συγκατάθεση εκ μέρους του θύματος του βιασμού. Όταν οι συνθήκες αυτές όχι μόνο δεν αποτελούν προϋπόθεση συγκατάθεσης, αλλά συχνά δημιουργούν το τέλειο περιβάλλον, για να εκδηλωθεί η κακοποιητική συμπεριφορά, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αντιφατική και ειρωνική είναι αυτή η λογική. Το πρόβλημα, όμως, δεν σταματάει εδώ, αλλά εκτείνεται σε κάτι ακόμα πιο πολύπλοκο. Στο πώς συνάγουμε λεκτικά την υποτιθέμενη συγκατάθεση.

Έστω ότι ξεφεύγουμε από το φαύλο κύκλο του αν το τυπικό μοντέλο βιαστή είναι ο εντελώς άγνωστος και αν υφίσταται η έννοια της μη συγκατάθεσης μέσα σε μια ήδη υπάρχουσα ερωτική ιστορία, μπορούμε να προσεγγίσουμε από γλωσσικής σκοπιάς το θέμα. Εκεί, όμως, περιπλέκονται τα πράγματα, επειδή καμία φράση, καμία λέξη, καμία πρόταση στη γλώσσα δεν έχει στατική σημασία. Μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο μέσα στο περικείμενό της.

Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου, είχα γράψει για το πόσο ακραίο είναι να ζητάμε από μια γυναίκα να αντιδρά σε οποιαδήποτε πρόταση ερωτικής φύσης με ένα ρητό και ανεπιφύλακτο όχι. Είναι εντελώς άδικο να συνάγουμε τη συγκατάθεσή της, μόνο και μόνο επειδή δεν απάντησε ρητά όχι, όταν σε όλες τις υπόλοιπες γλωσσικές περιστάσεις η άρνηση γίνεται συνήθως έμμεσα και ευγενικά, με στόχο να μην πληγώσουμε τον άλλο και να κρατήσουμε ένα συνεργατικό επίπεδο ανάμεσά μας. Γιατί, δηλαδή, όταν ένας φίλος μας προτείνει να πάμε για καφέ, έχουμε το δικαίωμα να αρνηθούμε πλαγίως («ίσως κάποια άλλη φορά», «τι κρίμα που δε μπορώ» κλπ), ενώ σε μια πρόταση σεξουαλικού περιεχόμενου η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να πει απερίφραστα όχι; Δεν είναι τελικά το απόλυτο victim blaming το να θεωρούμε ότι μόνο το αγενές και απότομο όχι είναι μη συγκατάθεση, ενώ όλα τα υπόλοιπα κινούνται στη γκρίζα ζώνη και δίνουν το δικαίωμα στο θύτη να επικαλεστεί ότι δεν κατάλαβε;

Κάτι ακόμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι πολλές φορές η μη συγκατάθεση δεν εκφράζεται καν λεκτικά, αλλά θα πρέπει να συναχθεί μέσα από το πλαίσιο, στο οποίο λειτούργησε το θύμα του βιασμού. Πρόκειται για τις λεγόμενες «στρατηγικές χειρισμού του επιτιθέμενου», όπου ο απειλούμενος εμφανίζεται πρόθυμος να διαπραγματευθεί την ασφάλειά του δίνοντας σε αντάλλαγμα κάτι και αυτός. Συνεπώς, δεν πρόκειται για συγκατάθεση, όταν μια γυναίκα, έχοντας μπροστά της έναν απειλητικό άνδρα, συναινεί ρητά να προχωρήσει μαζί του σε επαφή ή σε κάποιου άλλου είδους συνδιαλλαγή, μόνο και μόνο επειδή φοβάται τι θα συμβεί, αν αρνηθεί. Υπό αυτή την έννοια, είναι πολύ σημαντικό στα πλαίσια της δίκης και της προφορικής εξέτασης του θύματος μπροστά στο δικαστή και στους ενόρκους να γίνεται σαφές ότι ακόμα και η ρητή θετική απάντηση στην πρόσκληση για σεξουαλική επαφή θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στο χωροχρονικό πλαίσιο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες λέχθηκε, και όχι να σχολιάζεται απομονωμένη.

Άλλωστε, το να παρουσιάζουμε μια οποιαδήποτε δήλωση έξω από τα συμφραζόμενα είναι η πιο κλασική τακτική, για να της αλλάξουμε ουσιωδώς τη σημασία της. Κι όσο κι αν ακούγεται σαν έλλειψη κάποιου εύληπτου κανόνα, ο μόνος τρόπος να διαχειριστούμε τη θολή έννοια της συγκατάθεσης μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές νόρμες αλληλεπίδρασης είναι να καταπιανόμαστε κάθε φορά με τη συγκεκριμένη περίπτωση και να αξιολογούμε τις συνθήκες που την έκαναν να καταλήξει στις δικαστικές αίθουσες.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

1 Comment
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Tokyo
Tokyo
3 χρόνια πριν

Πάρα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, ειδικά όταν έχει να κάνει με διάσημους, που στάνταρ όποια γυναίκα είναι το θύμα λέει ψέμματα για να του φάει τα λεφτά ! Σε ευχαριστώ πολύ Αλεξάνδρα! 😊