in ,

Η κούρσα (μέρος 3ο)

Μια ιστορία σε συνέχειες…

Μπήκε στην αίθουσα συνεδριάσεων αναζωογονημένη, σκορπώντας παντού χαμόγελα. Ήταν η μοναδική γυναίκα στη συνάντηση κι αυτό, αντί να τη στρεσάρει, αυτή τη φορά της έδωσε μια καινούργια δύναμη. Είπε την εισήγησή της φαρσί, με έναν φρέσκο αέρα. Κάτι είχε κιόλας αλλάξει· μια απειροελάχιστη μετατόπιση στη βάση, ικανή ωστόσο να προκαλέσει σεισμό στα πάνω διαμερίσματα ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

taxibord 1920 1280

Μπήκε στην αίθουσα συνεδριάσεων αναζωογονημένη, σκορπώντας παντού χαμόγελα. Ήταν η μοναδική γυναίκα στη συνάντηση κι αυτό, αντί να τη στρεσάρει, αυτή τη φορά της έδωσε μια καινούργια δύναμη. Είπε την εισήγησή της φαρσί, με έναν φρέσκο αέρα. Κάτι είχε κιόλας αλλάξει. Μια απειροελάχιστη μετατόπιση στη βάση, ικανή ωστόσο να προκαλέσει σεισμό στα πάνω διαμερίσματα. Όμως η Εύα δεν είχε καταλάβει ακόμη τίποτα απ’ όλα αυτά. Μετά τη συνάντηση ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα, η πρωινή διαδρομή είχε ξεχαστεί για τα καλά. Ωστόσο, το πίσω μέρος του μυαλού της είχε σκαλώσει στην κάρτα.

Η μικρή είχε αποκοιμηθεί και ο Βασίλης είχε βυθιστεί στην τηλεόραση, όταν την έβγαλε από το πορτοφόλι της. «Παντελής Πριόβολος, υπηρεσίες ταξί». Την έβαλε πίσω στη θέση της. Πήρε το κινητό και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Πληκτρολόγησε το όνομά του στο facebook και η φωτογραφία του εμφανίστηκε στην οθόνη. Ήταν πιο όμορφος από ό,τι είχε μπορέσει να δει. Τσέκαρε και τις άλλες φωτογραφίες του. Κούκλος, με τέλειο κορμί. Κοίτα που έπεσα σε παιδαρά ταρίφα, σκέφτηκε σκανδαλιάρικα. Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; μια αυστηρή φωνή την τράβηξε στην πραγματικότητα με το ζόρι. Η Εύα έκλεισε βιαστικά τη σελίδα και πήγε στο σαλόνι να βάλει ένα ποτό. Ο Βασίλης ούτε που γύρισε να της ρίξει μια ματιά κοιτούσε την τηλεόραση αποχαυνωμένος, μασουλώντας κάτι ξηροκάρπια.

Καλύτερα. Ο καιρός που στενοχωριόταν για τη μουγκαμάρα του είχε περάσει προ πολλού. Τώρα η σιωπή ήταν η κανονικότητα στο σπιτικό τους, βαριά κι ασήκωτη σαν πάχνη χειμωνιάτικη. Τον κοίταξε είχε βουλιάξει στην πολυθρόνα, σα να βρισκόταν σε άλλο κόσμο. Αν κάτι την πονούσε πια δεν ήταν η απουσία κάθε μεταξύ τους επικοινωνίας, μα που κάποτε, στο βαθύ παρελθόν, αυτόν τον άνθρωπο τον είχε ερωτευτεί, τον είχε αγαπήσει. Δεν βρέθηκε τυχαία μαζί του σε ένα οροφοδιαμέρισμα διαμπερές, με έπιπλα φιρμάτα κι ένα παιδί να κοιμάται στο παιδικό δωμάτιο. Υπήρξαν όλες οι προδιαγραφές για βίον ανθόσπαρτον. Αυτό το είχαν αναγνωρίσει όλοι – η Εύα, οι γονείς της και όλοι τους οι συγγενείς. Επικοινωνιολόγος αυτή, οικονομολόγος εκείνος, συνομήλικοι, κουλτουριάρηδες. Μα τι ταιριαστό ζευγάρι είναι αυτό, φτύστε τους μην τους ματιάξετε.

Μόνο που, πάνω στα μέλια και τα τσεκαρίσματα της συμβατότητάς τους, της Εύας της ξέφυγαν τα πιο σημαντικά. Όπως το να μιλά μαζί του με τις ώρες, χωρίς να έχει σημασία για ποιο πράγμα. Γιατί αυτό που μετράει στην τελική είναι το μοίρασμα, το γέλιο, το χάδι. Έπρεπε πρώτα να την πατήσει για να καταλάβει ότι η επικοινωνία δεν ήταν ζήτημα μόρφωσης, αλλά ψυχικής διάθεσης. Κι από αυτήν ο Βασίλης είχε μηδενικά αποθέματα – τουλάχιστον για την Εύα. Και μαζί με την επαφή την ψυχική, έληξε και η σωματική. Οι θερμές νύχτες του παρελθόντος ανήκαν εκεί και μόνο: στο παρελθόν. Τώρα η ζωή της είχε γίνει μια άχαρη κούρσα επιβίωσης, να πέφτει το βράδυ για ύπνο ξερή για να ξυπνήσει την επόμενη, ακόμα κουρασμένη, για τον επόμενο γύρο.

Αυτά σκεφτόταν η Εύα ρουφώντας τη βότκα της. Να, σήμερα το πρωί, γλώσσα δεν έβαλα μέσα με τον ταξιτζή, το μυαλό της ξεγλίστρησε και πήγε εκεί που ήθελε. Ο σπόρος είχε φυτευτεί στο πίσω μέρος του κι έβγαζε σιγά σιγά ρίζες. Λεπτές σαν κλωστές, όμως την έκαναν τη δουλίτσα τους. Έτσι, όταν έμαθε την επόμενη εβδομάδα για το νέο μίτινγκ στις οκτώ το πρωί –ερχόταν ο επόπτης της μητρικής από την Ολλανδία κι έφευγε με την πτήση των δώδεκα– το βρήκε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να του τηλεφωνήσει.

«Καλησπέρα, ο Παντελής;» η φωνή της έγινε ναζιάρικη με το καλημέρα.

«Ο ίδιος», η δική του φωνή είχε μια χροιά διερευνητική.

«Θα ήθελα να κλείσω ένα ραντεβού για αύριο στις 7 το πρωί, αν μπορείς».

«Από πού για πού;»

«Aπό την Αργυρούπολη για Μαρούσι. Με είχες πάρει την προηγούμενη εβδομάδα από την πιάτσα στην πλατεία, η Εύα είμαι».

«Ναι, σε θυμάμαι», στη φωνή του ακούστηκε να ανθίζει το χαμόγελο. Για να το σβήσει αμέσως, μια μικρή, δυσοίωνη παύση, μέχρι να πει: «Δυστυχώς δεν μπορώ για αύριο, έχω ένα πρωινό αεροδρόμιο».

«Δεν πειράζει», του απάντησε, πνίγοντας την απογοήτευσή της. «Την επόμενη φορά», έσπευσε να συμπληρώσει ναζιάρικα γιατί ήξερε πολύ καλά ότι άλλος ήταν ο λόγος που του τηλεφώνησε.

«Ναι, θα χαρώ να σε ξαναδώ», εκείνος το έπιασε με τη μια. «Πάρε με από νωρίς, να το κανονίσουμε σωστά».

«Ναι, θα σε πάρω, ωραία τα είχαμε πει τις προάλλες», η Εύα ξεθάρρεψε φουλ.

«Να τα ξαναπούμε τότε, μη χαθούμε», τη σιγόνταρε.

Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Αν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Αν κάνω έτσι με ένα τηλεφώνημα, τι θα κάνω αν κανονίσουμε ραντεβού με το ταξί; Αυτή την απορία της δεν ήταν γραφτό να την απαντήσει· την πήραν την επόμενη μέρα από το συνεργείο ότι το αμάξι της ήταν έτοιμο. Όμως η Εύα δεν πτοήθηκε όλο και κάποια ευκαιρία θα έβρισκε για να ζητήσει τις υπηρεσίες του.

 

Μέρος 4ο:

Η κούρσα (μέρος 4ο)

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

3 Comments
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Clumsie
Clumsie
5 χρόνια πριν

Μόνο εγώ σκέφτηκα την Πριοβόλου από Στάβλους μόλις είδα το επίθετο του ταξιτζή;

Mrs Shelby
Mrs Shelby
5 χρόνια πριν

Μόνικα και Ντένβερ στο La casa de Papel, ξεκάθαρα!

latro
latro
5 χρόνια πριν

Δώσε κούρσα στο λαό!