Από τη συλλογή διηγημάτων «στόμαστομαστό» – Εκδόσεις Κέδρος
Εισαγωγή: Ένα ξένο μωρό κι ένα γάλα ξένο, και η Θοδώρα γίνεται δυο φορές μητέρα. Για να μείνει δυο φορές με άδεια αγκαλιά.
Καλύτερα να τα πάρουμε από την αρχή. Όταν έμαθα για το “Γεννήτωρ”, είχα κλείσει ένα χρόνο άνεργη. Πριν δούλευα στα κοτόπουλα. Φορούσα τη στολή με το σκουφάκι και τα άρπαζα από την κορδέλα μαδημένα, τα έβαζα στο κουτί και τα τύλιγα στο σελοφάν με γρήγορες κινήσεις. Τα μάτια τους ήταν σα γυάλινες χάντρες. Προς το τέλος νόμιζα πως με κάρφωναν και σκιαζόμουν – σα να με κοιτούσε ο Λάσκος, με την προδοσία στο βλέμμα. Η μητέρα μου είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν. Της στάθηκα στην αρρώστια, μα δεν με συγχώρεσε και δεν τη συγχώρεσα. Και η Λένα, κολλητή μου από την αποτοξίνωση, γνώρισε τον Σταύρο κι έφυγε μαζί του στο νησί. Έτσι, είχα μείνει μόνη κι άφραγκη. Την έβγαζα μοιράζοντας φυλλάδια και στα συσσίτια, κι άρχισα να βλέπω ξανά τη μαύρη τρύπα, που απειλούσε να με ρουφήξει στις παλιές σκοτεινιές. Είχα όμως παλέψει σκληρά για το κορμί μου και δεν ήθελα να το πουλήσω ούτε να το χαλάσω ξανά.
Τότε έμαθα ότι μπορούσα να το νοικιάσω, για εννιά μήνες. Ο γιος της κυρα-Βαρβάρας δούλευε στην κλινική, κι αυτή μου είπε ότι ψάχνουν για κοπέλες μέχρι τριάντα χρονών να γεννήσουν τα παιδιά των άλλων. Τους βάζουν τα έμβρυα στη μήτρα για να τα μεγαλώσουν, όπως η κλώσα τα κλωσόπουλα. Τα λεφτά ήταν συμπαθητικά, έβγαινε ένας καλός μισθός για κάθε μήνα συν ένα μπόνους για τον τοκετό.
Έτσι τα σκέφτηκα στο μυαλό μου. Είπα, γιατί όχι, στο κάτω κάτω ο Θεός μού έδωσε τα γεννητικά όργανα για να τα λειτουργήσω, κι εγώ τόσα χρόνια μόνο τον κόλπο μου έχω δουλέψει. Κι έτσι που πάει το πράγμα μπορεί να πεθάνω και να λιώσουν αχρησιμοποίητα, του κουτιού που λέμε. Ας βάλω μπρος τη μηχανή, να χορτάσω την πείνα μου και να χαρούν και οι ανθρώποι – μου είχε πει η μάνα μου τι είχαν τραβήξει τόσα χρόνια, μέχρι να με πάρουν από το «Μητέρα». Κατά βάθος ήταν μια λύση στο αδιέξοδο, μην με πάρει από κάτω και το φάω πάλι το κεφάλι μου.
Έτσι, αφού βγήκαν εντάξει οι εξετάσεις –πήγαιναν εννιά χρόνια που είχα καθαρίσει– κάναμε τα χαρτιά για το δικαστήριο. Τότε γνώρισα τους γονείς: ένα γλυκερό, γκριζαρισμένο ζευγάρι. Καλοί φαινόντουσαν για οικογένεια, εγώ όμως δεν ήθελα πολλά πολλά μαζί τους. Τους το ξεκαθάρισα από την αρχή, θα συναντιόμασταν στους υπέρηχους και μετά θα ξεκόβαμε εντελώς. Ήξερα στο πετσί μου τι σημαίνει εξάρτηση και φοβόμουν να κρατήσω επαφή με το μωρό μετά τη γέννα.
Όταν έβαλαν τον σπόρο μέσα μου είχα κι εγώ την αγωνία, αν θα πιάσει – γιατί υπήρχε ο φόβος να τον σκοτώσει η ίδια μου η μήτρα ως ξένο σώμα. Όταν βγήκε το τεστ θετικό, ένιωσα ότι πέτυχα κάτι σημαντικό για πρώτη φορά στη ζωή μου, όπως οι καλοί μαθητές, που τους έβλεπα να χαίρονται όταν παίρναμε βαθμούς. Μετά το έριξα στην ξάπλα και τη μάσα. Ήταν οι εννέα πιο ξένοιαστοι μήνες της ζωής μου δεν είχα άγχος για τίποτα, μόνο περίμενα να μεγαλώσει το παιδί και να το βγάλω στον έξω κόσμο.
Ήταν όμως και περίεργα. Όταν άρχισε να κουνιέται κι έπαιρνα να χαίρομαι, έλεγα αμέσως στον εαυτό μου: Θοδώρα, μαζέψου, δεν είναι δικό σου το παιδί, μια ματιά θα του ρίξεις κι αν, μετά θα το δώσουν σε άλλη αγκαλιά. Σα να βλέπεις ότι πας να ερωτευτείς ένα απαγορευμένο πρόσωπο και να μαγκώνεσαι. Στο μυαλό μου ερχόταν συχνά η μητέρα μου, η κανονική. Άραγε το ήξερε ότι θα με δώσει από την αρχή ή το αποφάσισε μετά τη γέννα; Η ερώτηση θα μείνει αναπάντητη – πριν χρόνια που το είχα προσπαθήσει, δεν μπόρεσα να την εντοπίσω.
Προς το τέλος που άρχισα να βαραίνω, έκοψα τις βόλτες από το σπίτι έβγαινα μόνο για τις εξετάσεις. Οι γιατροί μού πρότειναν καισαρική, ως την πιο ψυχρή, κατάλληλη για την περίπτωση διαδικασία, όμως εγώ δεν ήθελα να με κόψει το μαχαίρι. Ένα ακόμα ζόρι είναι, σκεφτόμουν, θα περάσει. Είχα εύκολη γέννα, μου έκαναν αναισθησία και δεν πόνεσα. Στο τελευταίο σπρώξιμο το είδα να βγαίνει ανάμεσα στα πόδια μου: ένα ζαρωμένο, μπλαβί κεφάλι με κατάμαυρη τρίχα. Έκοψαν το λώρο και το πήραν μακριά· η ματιά του πρόλαβε να πέσει στη δική μου για πρώτη και τελευταία φορά.
Μετά δεν ένοιωθα τίποτα. Στην κοιλιά μου ήταν μια τρύπα που πήρε να μαζεύει. Κανένα βάρος πια, καμία κίνηση σαν συνωμοτικό σκούντημα στα σπλάχνα. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απ’ όλα αυτά. Κι εγώ, που δεν ήθελα χειρουργείο, να είμαι στο κρεβάτι σαν ύστερα από εγχείριση, αυτό μόνο και τίποτα περισσότερο. Το ροζ του μαιευτηρίου ήταν για τις άλλες. Για μένα, που ούτε μωρό είχα ούτε επισκέπτες, υπήρχε μοναχά το γκρι. Τα λουλούδια που μου έστειλαν οι γονείς είπα να τα πετάξουν. Οι νοσοκόμες με κοιτούσαν αμήχανα. Δεν είχα τη χαρά της μητέρας, ούτε τη δυστυχία ενός χαμένου βρέφους βρισκόμουν σε μια τεχνητή, γκρίζα ζώνη. Μου τα είχαν πει και στο «Γεννήτωρ», μα αυτό δεν άλλαζε κάτι. Μερικές φορές –ή μήπως πάντοτε;– η γνώση δεν μπορεί να μαλακώσει τον πόνο.
Για το 2ο μέρος:
Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News
Καλή αρχή, μοιάζει τρομερά ενδιαφέρον και αυθεντικό.
Ούτε δύσκολο, ούτε απίθανο
Η νομοθεσία στην Ελλάδα οταν το είχα ψάξει χωρις να ειμαι νομικός έλεγε να εχει κανει ένα παιδί δικό της η παρενθετη μητερα.
Αυτό δεν το ξέρω, αλλά πρώην χρήστρια και χωρίς υποστηρικτκό περιβάλλον, γίνεται
Δεν υπάρχει τέτοια προϋπόθεση στην ελληνική νομοθεσία.
Δεν γίνονται τα πάντα σύμφωνα με τον νόμο, τόσο σε ένα αφήγημα όσο και στην πραγματική ζωή.
Δεν θα έπρεπε να κάνει αλλά αν είναι εννιά χρόνια καθαρή, δεν κάνει. Είναι πρώην. Το πρώην είναι διαφορετικό από το νυν. Δεν μας λέει τι χρήση έκανε, χρήστης από χρήστης έχει μεγάλη διαφορά, και αν δεν έχεις φάκελο στην αστυνομία, αν δεν έχεις περάσει από αποτοξίνωση, μπορείς να το κρατήσεις μυστικό αν θέλεις, άλλωστε δε νομίζω ότι κάνουν και το background check του FBI. Η ψυχολογική αξιολόγηση μπορεί να σε απορρίψει μόνο αν ο ψυχολόγος πιστεύει ότι δεν μπορείς να διαχειριστείς τον αποχωρισμό με το βρέφος, όχι επειδή πριν εννιά χρόνια έκανες κόκα. Δεν θα μεγαλώσεις εσύ το παιδί… Διαβάστε περισσότερα »
Πολύ ενδιαφέρον θέμα!
Ωραίο φαίνεται!