in

Mια ιστορία, λίγο πριν μας βρουν τα τελευταία κρύα του φετινού χειμώνα

Τα φετινά Χριστούγεννα τα πέρασα στην Αθήνα. Οι γονείς μου βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη, και μας φάνηκε καλή ιδέα να κάνουμε ανήμερα μια βιντεοκλήση. Συνήθως νιώθω καλά μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα, και μου αρέσει να επενδύω στο σαχλό και το ευτράπελο. Φόρεσα λοιπόν ένα κόκκινο σκουφί στο κεφάλι, και στην αρχή του τηλεφωνήματος, τους είπα τα […] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

000ae0c487fe433c15da7b233d7867b7

Τα φετινά Χριστούγεννα τα πέρασα στην Αθήνα. Οι γονείς μου βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη, και μας φάνηκε καλή ιδέα να κάνουμε ανήμερα μια βιντεοκλήση. Συνήθως νιώθω καλά μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα, και μου αρέσει να επενδύω στο σαχλό και το ευτράπελο. Φόρεσα λοιπόν ένα κόκκινο σκουφί στο κεφάλι, και στην αρχή του τηλεφωνήματος, τους είπα τα κάλαντα.

Κάποια στιγμή καθώς μιλούσαμε, η μαμά μου ανακοίνωσε με καμάρι: “Χθες πιάσαμε και καθαρίσαμε την αποθήκη! Δέκα σακούλες γεμίσαμε!”. Ουπς, είπα από μέσα μου. “Να ρωτήσω”, λέω, “στην αποθήκη απο όσο θυμάμαι είχε και μία τσάντα, με ένα αρχείο που είχα κρατήσει από την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, με αυτό τι κάνατε;” Να μην τα πολυλογώ, μετά από μια δυο διευκρινιστικές ερωτήσεις και ένα μικρό δισταγμό στην αρχή να το παραδεχτούν, την είχαν θεωρήσει αχρείαστη την τσάντα, και την είχαν πετάξει.

“Μα τα τελευταία χρόνια δεν μιλάς καθόλου για αθλητισμό, δεν μας πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι θα τα ήθελες”, είπαν, και πράγματι, ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι μου δεν πολυθέλει να θυμάται τις αφηγήσεις εκείνες- η μνήμη μου λέει πως οι αθλήτριες και οι αθλητές στην κάμερα της ερτ σκιαγραφούσαν μετά τον αγώνα μια ελληνικότητα σχεδόν μιλιταριστική, αποικιοκρατική και αυτοκρατορική. Ενώ μέσα στα χρόνια η ψυχή μου άρχισε να βρίσκει αναπνοή σε μια ελληνικότητα φεμινιστική, που την όποια δύναμή της τη χτίζει παρέα με την ευαισθησία της. Που ξέρει τι δεν ξέρει. Που γυρεύει να δωρίσει όσα ξέρει, και κάνει παύση για να ακούσει όσα δεν ξέρει.

Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα πως θα ήθελα να έχω τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση σε αυτό το αρχείο. Θυμάμαι πως το είχα συγκεντρώσει με αρκετή επιμέλεια, και πως είχε υλικό που δύσκολα μπορεί ένα άτομο να βρει πια στο ίντερνετ, ίσως μόνο σε βιβλιοθήκες. Ρώτησα λοιπόν, γελώντας, σε ποιον κάδο βρισκόταν εκείνη τη στιγμή που μιλούσαμε! Το διαμέρισμα είναι σε μια πολυκατοικία στη διασταύρωση από δύο δρόμους. Ρώτησα σε ποιον από τους δύο δρόμους άφησαν την πάνινη τσάντα!

Ο μπαμπάς μου άρχισε να κρύβεται σιγά σιγά από την κάμερα: “Ντρέπομαι που τα πετάξαμε! Βιαστήκαμε, έπρεπε να τα αφήσουμε στην άκρη και να σε ρωτήσουμε πρώτα, το ξέραμε πως σήμερα θα μιλούσαμε στο τηλέφωνο, ευκαιρία υπήρχε”. Ίσως και να θυμήθηκε κάτι που θυμήθηκα και εγώ, κι ας μη το αναφέραμε: πρέπει να ήταν κοντά στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα, όταν ο μπαμπάς του είχε πετάξει σε μια εκκαθάριση κάποιες παρτιτούρες που είχε αφήσει στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Τις μελετούσε μικρός στο πιάνο, και τις αγαπούσε πολύ.

Μου είχε αφηγηθεί αυτή την ιστορία με τις παρτιτούρες μέσα στα χρόνια κάποιες φορές, κάπως ήταν από αυτές που σαν να συμπύκνωναν την αρκετά δύσκολη σχέση που είχε με τον παππού μου. Ο παππούς μου εκ των υστέρων σκέφτομαι πως ήταν ένα σύμβολο πατριαρχίας μέσα στην οικογένεια. Φώναζε, όριζε, απαγόρευε. Ένα φόβητρο σχεδόν. Είναι άδικο όμως να μην πω επίσης πως, όσο τον γνώρισα εγώ, υπήρχαν στιγμές που αφηνόταν να μαλακώσει. Έγερνε στην πολυθρόνα του σαλονιού, και προσπαθούσε να ανοίξει διάλογο.

Πίσω στη χριστουγεννιάτικη μέρα, κλείσαμε το τηλεφώνημα, αλλά λίγες ώρες μετά αποφάσισα να ακολουθήσω την παρόρμησή μου. Τους έστειλα ένα μήνυμα. Η μαμά είχε αναφέρει πως η τσάντα είναι μάλλον στον κάδο για την ανακύκλωση, κάτι που ερμήνευσα ως ένα ανοιχτό παραθυράκι μήπως βρεθεί λύση. Είναι και κάπως πιο καθαροί συνήθως οι μπλε κάδοι, σκέφτηκα, αν είναι και πάνω πάνω, ίσως να μην είναι μεγάλος κόπος! Έτσι, τους ζήτησα αν γίνεται να ρίξουν μια ματιά. Αν έχουν περάσει ήδη οι άνθρωποι από το δήμο με το σκουπιδιάρικο, δεν πειράζει, είπα. Το βράδυ, με ειδοποιήσανε για βιντεοκλήση.

Η κάμερα αυτή τη φορά έδειχνε το πάτωμα της κουζίνας, άδειο. “Πώς τα δείχνουμε αυτά;” άκουσα να ρωτάει ο μπαμπάς τη μαμά. Τους πήρε μερικές στιγμές να βρουν το σωστό κάδρο, αλλά αμέσως μετά είδα στα πλακάκια παλιές εφημερίδες, αποκόμματα, και περιοδικά. Είχανε πάει να βρούνε την τσάντα! Και όχι μόνο πήγαν, τη βρήκανε κι όλας!! “Είστε αστέρια!”, φώναξα. “Μα καλά, πώς τα καταφέρατε;”. “Ε, σχεδόν τον γυρίσαμε ανάποδα τον κάδο”, είπε η μαμά. “Έπρεπε να δεις πως έκανε η μαμά σου όταν βρήκε την τσάντα!”, είπε ο μπαμπάς. “Λυπηθήκαμε πριν, και είπαμε να κάνουμε μια βόλτα να δούμε αν είναι εκεί!”.

“Μονάχα που είχε λερωθεί λιγάκι η πάνινη τσάντα στην άκρη. Θα τα βάλουμε τώρα όλα σε μια καινούρια τσάντα, καθαρή. Καλά Χριστούγεννα!”.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News