in

Ημερολόγιo υπερφαγίας

Η Ζωή διηγείται στην Α,μπα την προσωπική της ιστορία

Θα ήθελα να γράψω για την αγχώδη υπερφαγία, όπως τη βίωσα και όπως τη βιώνω προσπαθώντας να την ξεπεράσω. Θέλω να γράψω, πρώτον για να πω τον πόνο μου και δεύτερον γιατί νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω, που δε μιλούν γιατί το θέμα του φαγητού και του βάρους περιβάλλεται από μια σειρά αλληλοσυγκρουόμενα ταμπού και προκαταλήψεις. Θέλω λοιπόν να πω την ιστορία του πως το βίωσα εγώ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

a8cc5be25e9499521a5c84e08a52aede

Αγαπητή Λένα και θαυμάσιοι συνεργάτες,

Σας ευχαριστώ, ολόψυχα, για τη δουλειά που κάνετε σ’ αυτό το site. Είναι φάρος ελπίδας και έμπνευση και μας βοηθάει, μέρα την ημέρα να κάνουμε ένα βήμα προς μια καλύτερη, πιο ήρεμη, πιο συνειδητή ζωή.

Θα ήθελα να γράψω για την αγχώδη υπερφαγία, όπως τη βίωσα και όπως τη βιώνω προσπαθώντας να την ξεπεράσω. Θέλω να γράψω, πρώτον για να πω τον πόνο μου και δεύτερον γιατί νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω, που δε μιλούν γιατί το θέμα του φαγητού και του βάρους περιβάλλεται από μια σειρά αλληλοσυγκρουόμενα ταμπού και προκαταλήψεις. Θέλω λοιπόν να πω την ιστορία του πως το βίωσα εγώ, μήπως και βοηθήσει άλλους ανθρώπους που το ζουν μόνοι τους, μέσα στο κεφάλι τους. Το κείμενο είναι λίγο μακρύ, αλλά το έχω ήδη πετσοκόψει. Το χώρισα σε 3 κομμάτια για να χωρέσει στη φόρμα, εξού και η αρίθμηση.

Σε λίγες μέρες γίνομαι 37 χρονών, κι επιτέλους, μετά από 5 μακριά, επώδυνα χρόνια, που τα πέρασα με το μυαλό μου θολωμένο, μπορώ να δω και πάλι τη ζωή σαν κάτι όμορφο, σαν κάτι που δε μου προκαλεί τάσεις φυγής και απελπισίας.

Με λένε Ζωή, κι όπως λέω συχνά, κοντεύω τα 40 κι ακόμα ψάχνω τι θα γίνω όταν θα μεγαλώσω. Εργάζομαι εδώ κι αρκετά χρόνια στο χώρο της περιβαλλοντικής έρευνας. Ζω από το 2014, με μικρά διαλείμματα, στην Πορτογαλία.

Πριν από 5 και κάτι χρόνια έπεσα στο βαθύ πηγάδι της αγχώδους υπερφαγίας και για 5 χρόνια, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας μου ξοδεύεται στο να εμποδίσω τον εαυτό μου να φάει. Για 5 χρόνια όλες μου οι προσπάθειες στέφθηκαν με παταγώδη, σουρεαλιστική αποτυχία. Για 5 χρόνια αισθανόμουν κάθε μέρα να κυλάω πιο χαμηλά σε μια κατηφόρα χωρίς τέλος. Για 5 χρόνια, κάθε μέρα, αισθανόμουν αποτυχημένη και δυστυχισμένη. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα ήταν γεμάτη με πόνο, ενοχή, αηδία (για τον εαυτό μου γενικά, για το σώμα μου συγκεκριμένα), θυμό, ματαίωση και σύγκρουση (με τον εαυτό μου, με όλους). Κάθε μέρα. Χωρίς εξαίρεση. Χωρίς διάλλειμα.

Όμως κουράστηκα. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να κάνω ειρήνη με τον εαυτό μου και με τον κόσμο. Θέλω να είμαι ελεύθερη. Θέλω να είμαι εγώ. Είναι 5 χρόνια από τότε που κάτι μέσα μου, από καιρό ραγισμένο, έκανε κρακ κι έσπασε εντελώς. 5 χρόνια που μέσα μου ζει ένας εχθρός που με πολεμάει κάθε μέρα, που ο μοναδικός του στόχος είναι να με γονατίσει.

Νομίζω πως έπεσα στην υπερφαγία με τον ίδιο τρόπο που κάποιος άλλος άνθρωπος θα έπεφτε σε μια παραισθησιογόνο ουσία: αργά –έλα μωρέ, το ελέγχω, μια φάση είναι- θεωρώντας το μια εκτόνωση, θεωρώντας ότι τη δεδομένη στιγμή στη ζωή μου το φαγητό ήταν το μόνο πράγμα που θα μου δώσει μια μικρή, καθημερινή απόλαυση, που θα γεμίσει το κενό που μεγάλωνε μέσα μου σα σπηλιά. Οι λόγοι δεν έχουν σημασία˙ ήταν παρόμοιοι μ’ αυτούς που έχουμε όλοι -άγχος, επαγγελματική αβεβαιότητα, οικογενειακές προσδοκίες, λάθος επιλογές προσωπικών σχέσεων. Δε μου συνέβη κάτι φοβερό, κάτι που δε συμβαίνει στους πάντες. Αλλά επιτέλους το άγχος μου, η θλίψη μου, το αίσθημα αποτυχίας που με βασάνιζε, βρήκαν ένα κουμπί που -για όσο ήταν πατημένο- όλα μπορούσαν να πάψουν. Η φωνή που άκουγα μέσα στο κεφάλι μου, αυτή που μου έλεγε πως φταίω για όλα μου τα δεινά, πως δεν είμαι αρκετά καλή, πως δεν είμαι αρκετή γενικά, πως δεν αξίζω την αγάπη κανενός, πως είμαι άχρηστη επαγγελματικά και επιστημονικά, πως δε θα βρω ποτέ την ευτυχία (γιατί δεν την αξίζω), πως δε θα πραγματοποιήσω ποτέ τα όνειρά μου (γιατί δε τα αξίζω), αυτή η ανελέητη φωνή -που ήταν δική μου και είχε το δικό μου πρόσωπο- μπορούσε επιτέλους να βγάλει το σκασμό.

Κι έτσι το να τρώω ακατάπαυστα τεράστιες ποσότητες φαγητού, ποσότητες εξοργιστικά μεγάλες για έναν άνθρωπο, έγινε ο εθισμός μου. Το μυστικό για να σταματάει εκείνη η φαγούρα που δε μπορούσα να ξύσω. Η εκτόνωσή μου και η διαφυγή μου. Προφανώς δεν έτρωγα καρότα…

Φυσικά, όταν το φαγητό τέλειωνε ή όταν, πολύ συχνά, αισθανόμουν κορεσμό και αηδία, ερχόντουσαν άλλες σκέψεις. «Δεν έπρεπε. Γιατί δε συγκρατήθηκες; Θα βάλεις βάρος. Ήσουν που ήσουν, τώρα θα γίνεις τέρας. Άχρηστη. Τι αηδία είναι αυτή; Καλύτερα να πας να κοιμηθείς, να ξεχάσεις πως γι’ ακόμα μια μέρα έπνιξες τους καημούς σου στο φαΐ. Αύριο θα προσπαθήσεις παραπάνω. Αύριο θα επιβληθείς στον εαυτό σου, δε θα είσαι τόσο άχρηστη. Αύριο δε θα αποτύχεις, όπως απέτυχες σήμερα». Καθώς το κάθε αύριο ήταν μια ακόμα αποτυχία, βούλιαζα αργά- αργά και με διαλείμματα ενοχικής, καταστροφικής απόλαυσης- στην κινούμενη άμμο του πιο υποτιμημένου εθισμού στον κόσμο. Το ξέρω καλά πως όποιος δεν είχε στη ζωή του δύσκολη σχέση με το φαγητό μπορεί να μην είναι σε θέση να καταλάβει για τι πράγμα μιλάω. Ακόμα κι εγώ, που έχω περίεργη σχέση με το φαγητό από παιδί, δε θα καταλάβαινα πριν από 5 χρόνια. Δε θα έδειχνα κατανόηση. Θα έλεγα από μέσα μου «Άσε μας κουκλίτσα μου. Απλά είσαι λαίμαργη. Welcome to the club που λεν και στο χωριό μου… Κόψε το δράμα και ή ράψτο ή αποδέξου τη λαιμαργία σου». Αν έμαθα κάτι αυτά τα 5 χρόνια είναι να προσπαθώ να είμαι λίγο πιο ανεκτική με τους άλλους, λίγο λιγότερο αυστηρή (προσεχώς και με τον εαυτό μου – βρίσκεται σε προτεραιότητα στη λίστα αναμονής, το δουλεύω το πράγμα, δώστε μου λίγο χρόνο). Αν σκεφτείς ότι για χρόνια καθόμουν στο ψηλό μου κάστρο κι ασκούσα κριτική επί παντός επιστητού, είναι κι αυτό μια πρόοδος.

Καθώς προσπαθούσα να τελειώσω το διδακτορικό μου και βούλιαζα στον υπαρξιακό μου βάλτο, στην κινούμενη άμμο της προσωπικής ακύρωσης, η κατάστασή μου πέρναγε από ημιτονοειδής φάσεις: κλεινόμουν στο σπίτι για μέρες, ξαπλωμένη στο κρεβάτι ή καθισμένη στον καναπέ, περνώντας όλη τη μέρα βλέποντας σειρές, προσποιούμενη την άρρωστη και τρώγοντας. Επεισόδιο μετά το επεισόδιο, μπουκιά μετά τη μπουκιά – για λίγο παύση, ίσως ένα αναψυκτικό, για το ρέψιμο – κι όταν χώνευα ελάχιστα, ξανά, μπουκιά τη μπουκιά. «Δε μπορώ, έχω γρίπη, έχω δέκατα». «Δε μπορώ, έχω διάρροια». «Δε μπορώ, πονάει το στομάχι μου, η μέση μου». «Δε μπορώ». «Δε μπορώ». Δε μπορούσα, ήταν αλήθεια. Δεν άντεχα. Αν δεν υπήρχε το γατί μου, η ανιδιοτελής αγάπη του οποίου με αγκίστρωνε κάπως στην πραγματικότητα, ίσως να μη μπορούσα ποτέ να βγω από αυτό το «δε μπορώ». Κι ούτε ξέρω να πω γιατί, αλλά η αγάπη όλων των άλλων ανθρώπων στη ζωή μου γινόταν βαρίδι που με τραβούσε προς τα κάτω. Ίσως γιατί έπρεπε να εξηγήσω και δεν είχα ενέργεια για να εξηγήσω. Ίσως γιατί μέσα στο κεφάλι μου ή και έξω από αυτό, μου φαινόταν ότι όλοι είχαν κάποιας μορφής απαίτηση από μένα, κάποιες προσδοκίες, τις οποίες αποτύγχανα να ικανοποιήσω. Αφήστε με μόνη. Θέλω απλά να μείνω μόνη. Επειδή δε μπορούσα. Ξέρω πως σε πολύ κόσμο ακούγεται γελοίο ότι το ζωντανό μου είναι το πιο αγαπημένο μου πλάσμα στον κόσμο, αλλά η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη του με έσωσε. Για κάποιο λόγο, που δε σχετίζεται καθόλου με τους άλλους και τις αγαθές τους προθέσεις, παρά μόνο με μένα και τη φασαρία μέσα στο κεφάλι μου, το γατί μου υπήρξε ο λόγος που μπόρεσα να κρατήσω, έστω και επιφανειακά, κάποια προσχήματα κανονικότητας: κάποιος που με είχε ανάγκη και με αγαπούσε χωρίς να με κρίνει, χωρίς να προσπαθεί να βρει λύσεις και χωρίς να με βάζει σε κουτάκια.

Μέρος 2ο

«Κάνε κράτει»

Δε μπορούσα. Για να μπορέσω χρειαζόταν μεγάλη ποσότητα ενέργειας που δεν είχα. Άρχισα να απομακρύνομαι από φίλους κι αγαπημένους. Ήθελα να είμαι μόνη. Ήθελα να τρώω για να μην ακούω τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου.  Ήθελα να κοιμάμαι. Άρχισα να κοιτάζω στον καθρέφτη και να μην αναγνωρίζω ποιον βλέπω. «Ποια είσαι εσύ; Εσύ που ήσουν μια αισιόδοξη, δυνατή γυναίκα; Εσύ που δε το έβαζες ποτέ κάτω; Ποια είσαι εσύ; Εσύ που μπορούσες να πιάσεις συζήτηση στη μέση του πουθενά, με τους πάντες, που το φυσικό σου περιβάλλον ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους; Ποια είσαι εσύ; Γιατί δε βρίσκεις πια χαρά σε τίποτα; Ποια είσαι εσύ; Που είναι η Ζωή που ήξερα; Ποια είσαι εσύ; Δε σε θέλω. Κανένας δε σε θέλει. Φύγε. Φύγε. Δε σε αντέχω». Ελαφριά παράνοια, στερούμενη του χιούμορ και του σαρκασμού που μπορεί να κάνει την παράνοια χαριτωμένη. Απέχθεια. Θυμός. Αγωνία. Πόνος. Ήθελα μόνο να κοιμάμαι και να τρώω, να τρώω και να κοιμάμαι. Όταν δεν έτρωγα και δε κοιμόμουν υπέφερα.

Όταν ήμουν λίγο καλύτερα, προσπαθούσα να νοιάζομαι όπως νοιαζόμουν, να είμαι ευχάριστη όπως ήμουν, αστεία όπως ήμουν. Αλλά όλα απαιτούσαν 10 φορές πολλαπλάσια ενέργεια, καμιά φορά 100 φορές, αν ήταν για ανθρώπους που δεν ήταν κοντινοί κι αγαπημένοι μου, κι όλα μέσα μου έμοιαζαν ένα θέατρο. Μια παράσταση, για να μην καταλάβει κανείς ότι κάθε μέρα, αργά-αργά, άνοιγε μέσα μου ένα στόμα που με κατάπινε.

Εν τω μεταξύ μετανάστευσα. Την προσωρινή, στιγμιαία ελπίδα που δημιούργησε η εύρεση εργασίας, αντικατέστησε η απογοήτευση της διεκπεραιωτικής καθημερινότητας («Γι’ αυτό έφτυσες το αίμα που έφτυσες; Γι’ αυτό πέρασες τις ταπεινώσεις και τις ακυρώσεις του να είσαι υποψήφιος διδάκτορας στην Ελλάδα; Άχρηστη, τόσο μόνο αξίζεις, γι’ αυτό δε βρήκες κάτι καλύτερο. Καλά να πάθεις»), η δυσκολία κοινωνικοποίησης (σε ποιόν να το πεις και να σε πιστέψει, που 9 στις 10 φορές ήμουν ο πιο κοινωνικός άνθρωπος σε ακτίνα χιλιομέτρου;), η μοναξιά, εσκεμμένη σ’ ένα βαθμό, οι ενοχές («Δε φτάνει που δε θες να παντρευτείς, που δε θέλεις να κάνεις παιδιά, που δεν είσαι η ιδανική κόρη, έφυγες και τους άφησες μόνους. Άχρηστη. Καλά να πάθεις, που είσαι μόνη, που δε βρίσκεις σε τίποτα χαρά»). Με τον καιρό, έγινε πιο εύκολο να είμαι μακριά. Τουλάχιστον είχα μια δικαιολογία για να μη μιλάω σε κανέναν. «Δουλειά, πολύ δουλειά. Άστα. Που να στα λέω. Τρέξιμο. Δε προλαβαίνω. Ναι, ναι, όλα καλά. Κούραση μωρέ, ξέρεις, καθημερινότητα, ρουτίνα. Άσε με εμένα. Πες εσύ τα νέα σου». Εγώ τι να σου πω; Ούτε ξέρω από που να αρχίσω.

Τις λιγοστές φορές που μίλησα, το μετάνιωσα πικρά. Δε κατηγορώ κανέναν, θέλω να είμαι ξεκάθαρη. Είναι πολύ δύσκολο να βοηθήσεις κάποιον που δε μπορεί ο ίδιος να εξηγήσει τι του φταίει. Αλλά, τι να του πεις του άλλου όταν σου λέει πως ίσως αν σταματήσεις να σκέφτεσαι και να αναφέρεις το άγχος σου, ίσως περάσει από μόνο του; Πως ίσως εσύ το προκαλείς στον εαυτό σου; Πως να μην αισθανθείς ότι καλά κάνεις που δε μιλάς, πως το πρόβλημά σου δεν είναι αρκετά σημαντικό/ουσιαστικό ώστε να συζητηθεί, αλλά καλύτερα να κρυφτεί κάτω από το χαλάκι; Τι να πεις όταν σου λέει κάποιος που αγαπάς, πως τόσο καιρό κάνεις ψυχοθεραπεία αλλά δε βλέπει διαφορά στο βάρος σου (τι άκουγα εγώ: «Τόσο καιρό κάνεις ψυχοθεραπεία και συνεχίζεις να είσαι χοντρή, άσχημη, ανάξια, άχρηστη. Ο ψυχολόγος δε κατάφερε να σε φτιάξει, συνεχίζεις να είσαι ελλαττωματική, ατελής, μαύρα χάλια»). Τι να πεις στη μάνα σου που κάθε φορά που σε βλέπει, σε κοιτάει με οίκτο που πάχυνες και σου προτείνει να σου πληρώσει διαιτολόγο (αφού εσύ τσιγκουνεύεσαι να πληρώσεις ή είσαι πολύ τεμπέλα για να σφίξεις τον απ’ αυτό σου να κάνεις δίαιτα); Τι να πεις στον πατέρα σου που σου λέει «Δε προσέχεις, πάχυνες, εγώ για την υγεία σου στα λέω, δε προσέχεις, κάνε κράτει». (Σούζη τρως. Και τρως και ψεύδεσαι…). Έμπλεκα σε ομηρικούς καυγάδες που μου έτρωγαν τη λιγοστή ενέργεια που μου είχε μείνει. Αφήστε με ήσυχη. Ο πόνος αυτός είναι δικός μου. Αφού δε μπορείτε να τον αντιμετωπίσετε με καλοσύνη, με κατανόηση, καλύτερα αφήστε με μόνη μου. Αν είναι να με πονάτε κι άλλο, για το καλό μου, για την υγεία μου, για την σπαταλημένη νιότη μου και την άλλο τόσο σπαταλημένη ομορφιά μου, για να μου δείξετε την αγάπη σας όπως θέλετε εσείς, όχι όπως χρειάζομαι εγώ, καλύτερα αφήστε το. Μπορώ και μόνη μου να χαστουκίζω τον εαυτό μου. Δε χρειάζομαι βοήθεια σ’ αυτό, ευχαριστώ. Ξέρω πολύ καλά που υπολείπομαι. Ίσως τελικά να μη ξέρω τίποτα άλλο.

Κάνε κράτει. Το μουσικό θέμα της ζωής μου. Κάνε κράτει, μη θέλεις όσα θέλεις, αυτά που θέλεις δεν είναι για καλά κορίτσια. Κάνε κράτει, συγκράτησε τον ασυγκράτητο εαυτό σου, μάθε να θέλεις αυτά που θέλουν οι άλλοι για σένα, μάθε ότι μπορείς να κινείσαι μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Κάνε κράτει. Μάθε να μην είσαι αυτό που είσαι. Μάθε ότι αυτό που είσαι θέλει ολική αναμόρφωση και προσαρμογή.

Για όλους, έξω από μένα, το πρόβλημα ήταν (είναι) το βάρος. Πάχυνες. Ασχήμυνες. Αφέθηκες. Κουράστηκα να αντιμετωπίζω βλέμματα συγκαλυμμένης λύπησης. Κουράστηκα να αναρωτιέμαι τι θα πουν άνθρωποι που είχα καιρό να δω: κι αν κάποιος με προσβάλει; Κι αν κάποιος μου πει: «Μα, πως πάχυνες έτσι;». Τους άκουγα πως μιλούσαν για άλλες χοντρές γυναίκες (και άλλους χοντρούς άντρες, αλλά προφανώς, λιγότερο). Γιατί να μιλούν διαφορετικά για μένα; Παραδέχομαι ότι μέρος του ζητήματος ήταν μέσα στο κεφάλι μου, παραδέχομαι ότι είμαι εγώ κυρίως που φταίω για όλα. Ότι αν ήμουν σε καλύτερη πνευματική κατάσταση, θα τα έγραφα όλα αυτά εκεί που δε βλέπει ο ήλιος. Αλλά δεν ήμουν και το αποτέλεσμα δεν άλλαξε: δεν ήθελα πια να επιστρέφω στην Ελλάδα. Το να είμαι με τους φίλους και τους αγαπημένους μου έγινε πηγή άγχους και πόνου. Ακόμα και στις καλύτερες προθέσεις των άλλων έβλεπα την ταμπέλα «Είσαι χοντρή, άσχημη, άχρηστη, ανάξια. Πρέπει να αλλάξεις, πρέπει να λύσεις το πρόβλημα, είναι ντροπή, είναι κρίμα».

Προσπαθούσα να μην αφήσω κανέναν να το δει. Προσπαθούσα να διατηρήσω την περηφάνεια μου, το χιούμορ και το σαρκασμό μου. Δε ξέρω τι κατάφερα, υποθέτω λίγα πράγματα. Αυτό που σίγουρα κατάφερα είναι να χτίσω ένα τοίχος γύρω μου. Ένα τοίχος που δεν άφηνα και δεν ήθελα κανέναν να περάσει.

Σταμάτησα να κοιτάζω σε καθρέφτες. Προφανώς δε ήθελα να κάνω σεξ. Τα έβαζα με το σύντροφό μου που ήθελε ή που έλεγε πως με βρίσκει όμορφη. Του έλεγα πως με χλευάζει, ότι όλα τα κάνει μια φάρσα. Η φάρσα ήταν μέσα στο μυαλό μου.

Το πρόβλημα, για μένα, ήταν ο έλεγχος. Το γεγονός ότι ήθελα απεγνωσμένα να έχω τον έλεγχο στη σχέση μου με το φαγητό και δεν τον είχα. Ότι ήθελα να μην είμαι δέσμια. Ότι ήθελα επιτέλους λίγη πνευματική διαύγεια. Όσοι έχουν υπάρξει δέσμιοι άλλων εθισμών ίσως καταλάβουν τι εννοώ. Αυτό το αίσθημα που λες ότι θέλεις να κόψεις το τσιγάρο αλλά κάτι μέσα σου το θέλει, το ζητάει απεγνωσμένα, το ποθεί. Ε, αυτό, μόνο που στη θέση του τσιγάρου είναι το φαγητό. Η διαφορά είναι ότι μπορείς να ζήσεις χωρίς τσιγάρο. Χωρίς φαγητό δε μπορείς να ζήσεις. Η άλλη διαφορά είναι ότι κανείς δε μπορεί να δει τα μαυρισμένα σου πνευμόνια. Το βάρος σου όμως, η αδυναμία σου, το πάχος σου, είναι εκεί, βορά στα μάτια όλων, εμφανές αντικείμενο κριτικής: Τς,τς,τς… Έχεις αποτύχει.

81fce8f235ee1cb43d76536aba5338c9

Μέρος 3ο

«Από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς»

Προφανώς πήγα σε ψυχολόγο. Ψυχολόγους, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Οι πρώτες απόπειρες ήταν σε δωρεάν πανεπιστημιακές υπηρεσίες, καθώς δεν είχα μία: τα μισά ραντεβού ακυρώνονταν εξαιτίας στάσεων εργασίας και απεργιών και οι απαντήσεις που λάμβανα ήταν του τύπου «φαίνεσαι συγκροτημένη προσωπικότητα, θα τη βρεις την άκρη». Κουνούσα το κεφάλι μου και σκεφτόμουν «συγκροτημένη προσωπικότητα my ass (που λεν και πάλι στο χωριό μου) – εδώ από το παραθυράκι βλέπω Άρη…». Σε κάποια φάση μιλούσα με μια ψυχολόγο ένα χρόνο. Προσπαθούσα να εξηγήσω το πρόβλημα, με πήγαινε βόλτα αλλού, καταλήγαμε να συζητάμε τα προβλήματα της καθημερινότητας (όχι την υπερφαγία). Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, το ξέρω ότι η καθημερινότητα μου έχει πρόβλημα, αλλά ήρθα σε σένα με ένα συγκεκριμένο θέμα. Είναι αυτό το θέμα που δημιουργεί πρόβλημα στην καθημερινότητά μου. Γιατί το αποφεύγεις; Εγώ γι’ αυτό θέλω να μιλήσω. Αυτό με τρώει (ειρωνεία – βασικά εγώ το τρώω, εγώ τα τρώω όλα, ακόμα και το κουτί). Με τούτα και με εκείνα άλλαξα 4 ψυχολόγους. Εκεί που νόμιζα ότι έκανα ένα βήμα μπροστά, βρισκόμουν δύο πίσω.

Στην τελευταία κάτι άλλαξε: στην πρώτη συνεδρία έβαλα τα κλάματα κι έκλαιγα για ένα δεκάλεπτο. «Δεν αντέχω άλλο». Είχα γυρίσει από 3 βδομάδες στην Ελλάδα, ψυχικό ρετάλι. Η (αποτυχημένη) προσπάθεια να το παίζω μέσα στην τρελή χαρά «Μη καταλάβει κανείς τίποτα, μη φανώ αδύναμη, μη χαλάσω τη διάθεση κανενός, είναι και γιορτές, έχουν κι άλλες έγνοιες όλοι, μη μαλώσω πάλι με τους γονείς μου» με τσάκισε. Μέσα στο κεφάλι μου έκανε τόση φασαρία, που δε μπορούσα να βάλω δύο σκέψεις σε μια σειρά. Το μόνο που ήθελα ήταν να φάω και κάθε φορά που έτρωγα ήθελα να πάψω να υπάρχω. Το βρήκα θετικό που η γυναίκα με έκανε να νιώσω αρκετά άνετα ώστε να κλάψω. Βαρέθηκα να κλαίω μόνη μου. Βαρέθηκα. Κουράστηκα. Θέλω να είμαι ελεύθερη.

Διάβασα πολύ μέσα σ’ αυτά τα 5 χρόνια. Για την ανάγκη αποδοχής του διαφορετικού. Για το φεμινισμό και την πατριαρχία (να ζήσεις Λένα, εσύ να γράφεις, εμείς να διαβάζουμε), για τη διατροφή και τις διατροφικές διαταραχές. Σκέφτηκα πολύ επίσης. Πως όλη μου τη ζωή μου την πέρασα ακούγοντας (και επαναλαμβάνοντας μέσα στο κεφάλι μου) «5 κιλάκια να χάσεις, θα είσαι κουκλίτσα», «λιγάκι να πρόσεχες τι τρως, θα ήσουν τέλεια», «τι όμορφη θα ήσουν αν ήσουν λιγάκι πιο αδύνατη» κι ακόμα «μην είσαι τόσο απαιτητική», «μη γελάς τόσο δυνατά, κοπέλα είσαι», «αμάν πια, μύγα δε σηκώνεις στο σπαθί σου, ποιος θα σ’ αντέξει;», κι άλλα, κι άλλα. Πράγματα στα οποία αντιδρούσα κοροϊδεύοντας, πράγματα που έβρισκα γελοία, που όμως έσκαβαν μέσα μου ένα λάκκο, σιγά-σιγά. Έναν λάκκο στον οποίο, όταν βρέθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, πήγα κι έπεσα.

Διαβάζοντας για τη διατροφή, αποφάσισα να βγάλω μια σειρά από τρόφιμα από τη δίαιτά μου. Στην αρχή δειλά και λίγο απελπισμένα. Τι έχεις να χάσεις, σκεφτόμουν. Τίποτα. Ούτε αυταπάτες δε σου έχουν μείνει πια. Συνειδητοποίησα ότι αν μένω μακριά από συγκεκριμένες τροφές, μου είναι πιο εύκολο να ελέγξω τον εαυτό μου γύρω από το φαγητό. Ότι μπορώ να αντισταθώ σε πράγματα που πριν δε θα μπορούσα να αντισταθώ ακόμα κι αν με αλυσοδένανε. Πέρασε μια εβδομάδα και δεν έκανα ούτε μια υπερφαγία. Ούτε μία. Μετά από 5 χρόνια. Ω, μέγα μακαρονοτέρας, άραγε έτσι αισθάνονται όσοι βρίσκουν το φως; Έτσι είναι να έχεις διαύγεια στις σκέψεις σου; Να μη κάνει (τόση) φασαρία μέσα στο κεφάλι σου; Είχα ξεχάσει πως ήταν. Είχα ξεχάσει. Στη βδομάδα πάνω πήγαμε σ’ ένα εστιατόριο και παρήγγειλα το φαγητό μου με αλλαγές ώστε να αποφύγω συγκεκριμένα πράγματα. Ο σύντροφος μου με ρώτησε γιατί δε κάνω μια εξαίρεση για την ημέρα. Αν κάνω μια σήμερα, θα κάνω και μια αύριο. Και μεθαύριο. Και παραμεθαύριο. Και θα πέσω πάλι μέσα στη βαθιά τρύπα που χάσκει μέσα μου. Όχι. Δε θα έλεγες ποτέ σ’ έναν αλκοολικό να πιεί ένα ποτηράκι ένεκα της ημέρας. Όχι. Μετά από 5 χρόνια, δειλά-δειλά, μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου γύρω από το φαγητό τόσο όταν είμαι μόνη μου όσο κι όταν είμαι με άλλους. Μπορώ να μην τον κακοποιώ συστηματικά. Μπορώ να πάρω εγώ την απόφαση κι όχι η συνήθεια για μένα. Μετά από 5 χρόνια, δεν αισθάνομαι συνέχεια άχρηστη, αδύναμη, αποτυχημένη. Όχι. Δε θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σκαρφαλώσω έξω από το λάκκο.

Σε μια βδομάδα γίνομαι 37 χρονών. Έχω 2,5 μήνες «καθαρή». Δεν έχω κάνει ούτε ένα επεισόδιο υπερφαγίας. Ακόμα κι όταν η πίεση από τη δουλειά χτύπησε κόκκινο, ακόμα κι όταν το άγχος μου με κράτησε ξύπνια το βράδυ. Μαθαίνω κάθε μέρα να έχω μια καινούρια σχέση με το φαγητό. Συνεχίζω να διαβάζω. Συνεχίζω να κάνω θεραπεία και να κλαίω γοερά στις συνεδρίες ή και μόνη μου. Καταλαβαίνω ότι η τρύπα είναι εκεί, πάντα ανοιχτή και πως μπορώ πάντα να πέσω μέσα, εκεί που ήμουν ή και πιο βαθιά. Καταλαβαίνω πως η ζωή μου δε θα ξαναγίνει ποτέ όπως ήταν πριν. Πως έχω πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μου. Πως πρέπει να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με όλους, με τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα. Καταλαβαίνω ότι το φαγητό δρούσε σαν παυσίπονο για έναν πόνο που πρέπει πια να αντιμετωπίσω νηφάλια.

Σε κάθε περίπτωση: Με λένε Ζωή και δεν είμαι καλά. Αλλά είμαι σίγουρα καλύτερα. Από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

29 Comments
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Καραβάν
Καραβάν
5 χρόνια πριν

To κείμενό σου είναι συγκλονιστικό επειδή είναι γεμάτο αλήθειες. Και έχεις απόλυτο δίκιο ότι το ζήτημα είναι ο έλεγχος, η αποδοχή κι αγάπη, η μοναξιά. Πάντα έτσι είναι με τους εθισμούς.
Να είσαι πάντα δυνατή και να είσαι πάντα “καθαρή”! Έχεις κάνει το δυσκολότερο κομμάτι, “εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι, τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα”.

Aphelia
Aphelia
5 χρόνια πριν

Πραγματικά το κείμενο ήταν συγκλονιστικό γιατί κατάφερες να περιγράψεις τις σκέψεις και τα συναισθήματα τόσο γλαφυρά. Κι εμένα η εμπειρία μου είναι τόσο ανατριχιαστικά παρόμοια, 10 χρόνια εξωτερικό, να αποφεύγω να πάω Ελλάδα για να μην βλέπω τον οίκτο και την επίκριση στα μάτια των άλλων, με ένα γάτο που λατρεύω και μου δίνει δύναμη και να παλεύω υπερφαγία. Το τσιγάρο από την άλλη το κόβω μαχαίρι (άσχετο που μετά από ένα χρόνο δεν θυμάμαι γιατί το έκοψα και μπορει να το ξαναξεκινήσω). Πριν από 3 χρόνια περίπου έφτασα στα όριά μου, όπως κι εσύ ξέσπασα σε κλάματα, γοερά για… Διαβάστε περισσότερα »

EM
EM
5 χρόνια πριν

Το κείμενο σου Ζωή είναι συγκλονιστικό. Ίσως επειδή στο παρελθόν έχω νοιώσει αυτά που νοιώθεις, είχα ένα σφίξιμο όσο το διάβαζα. Φαίνεται στο γράψιμό σου ο πόνος που νοιώθεις. Να σου πω κάτι που βοήθησε εμένα στην “απεξάρτηση”. Το τί τροφή, ποιοτικά και ποσοτικά θα δώσω στο σώμα μου είναι κάτι που εξαρτάται από μένα, αφορά μόνο εμένα και είναι το μόνο πράγμα στη ζωή μου που μπορώ να ελέγξω 100%. Ίσως είναι το μόνο που περνάει από το χέρι μου και μόνο. Με αυτές τις σκέψεις ανέκτησα τον έλεγχο στο σώμα μου, μου έδωσε μια αίσθηση δύναμης. Μετά από… Διαβάστε περισσότερα »

MarinaK
MarinaK
5 χρόνια πριν

Πρέπει να εισαι περήφανη για τον εαυτό σου!το να ελέγξεις έναν εθισμό δεν είναι αστείο πράγμα ειδικά δε, όταν δεν πρόκειται για «απαγορευμένη» ουσία. Πολύ ύπουλο πράγμα. Μπράβο σου για την δύναμη, μπράβο σου για την προσπάθεια. Το γραπτό σου είναι τόσο ανθρώπινο και συγκινητικό. Μια αγκαλιά τεράστια από μένα. Θα τα πας περίφημα!

Flying Grandma
Flying Grandma
5 χρόνια πριν

Ζωή ρούφηξα πραγματικά το κείμενο σου. Σε ευχαριστω που βρήκες τη δύναμη να τα μοιραστείς μαζί μας, είναι τιμή μας. Γράφεις τόσο όμορφα, λάμπει σαν διαμάντι η προσωπικότητα σου. Είμαι σίγουρη ότι οι άνθρωποι που βιώνουν ότι και εσύ θα πάρουν δύναμη από τα γραφόμενα σου και θα νοιώσουν λιγότερο μόνοι. Σου εύχομαι καλή δύναμη και σου στέλνω μια σφιχτή αγκαλιά

Το_κοτσύφι
Το_κοτσύφι
5 χρόνια πριν

Σκέφτηκα πολύ ώρα και δεν έβρισκα λέξεις να περιγράψω το κείμενό σου. Μου ερχόταν να πω ότι είναι από τα ωραιότερα κείμενα που αφορούν προσωπικές ιστορίες που έχω διαβάσει, αλλά κι η λέξη ωραίο φαινόταν αταίριαστη γιατί θυμίζει κάτι όμορφο κι ευχάριστο κι αυτά που περιγράφεις κάθε άλλο παρά ευχάριστα είναι. Κι όμως , ακόμα κι αυτά τα άσχημα και τρομακτικά τα λες τόσο ωραία κι αληθινά .Σε πολλά σημεία ταυτίστηκα φοβερά με όσα λες,για τους δικούς μου λόγους. Και έλιωσα με αυτά για το γατί διότι είμαι δηλωμένα γατοφιλη μέχρι γραφικότητας . Ευχαριστούμε πολύ που μοιράστηκες μαζί μας την… Διαβάστε περισσότερα »

Siglo
Siglo
5 χρόνια πριν

Ζωή, σε νιώθω. Καταλαβαίνω το “κάνε κράτει”, ακούω τον απόηχο της φασαρίας στο μυαλό. Καταλαβαίνω ότι το φως φάνηκε με τον αποκλεισμό ομάδας τροφών. Καταλαβαίνω το “δειλά δειλά”.
Είμαι “πρώην” ονυχοφάγος, “πρώην” καπνίστρια, “πρώην” υπερφαγική.

Louk Ritia
Louk Ritia
5 χρόνια πριν

Σ’ ευχαριστούμε για το κείμενο. Έκλαιγα σχεδόν από την πρώτη πρόταση μέχρι την τελευταία γιατί έβλεπα τον εαυτό μου σχεδόν σε κάθε συλλαβή. Δεν έχω λύσει τα δικά μου θέματα με το φαγητό και την ψυχολογία (κατάθλιψη) αλλά είμαι σε φάση που λαμβάνω βοήθεια πια, οπότε μου έδωσες άπειρη δύναμη. Συγχαρητήρια για τον αγώνα που έδωσες και δίνεις και εύχομαι ολόψυχα να συνεχίσεις έτσι!
Λένα και υπόλοιπη ομάδα, σας ευχαριστούμε που φιλοξενείτε πραγματικές εμπειρίες πραγματικών ανθρώπων.

no_roots
no_roots
5 χρόνια πριν

Το πρώτο που μου έρχεται να πω είναι πως κι εμένα ένα γατί μου έσωσε τη ζωή, αν δεν το είχα δεν ξέρω πως θα είχα καταλήξει. Το δεύτερο που νιώθω πως πρέπει να πω, δηλαδή να παραδεχτώ (με ντροπή), είναι πως είμαι από αυτούς που κατέκριναν τους χοντρούς για έλλειψη αυτοσυγκράτησης. Διαβάζοντας ένα σχόλιο της Καραβαν (πάλι), που έλεγε ότι οι πιο φανατικοί χοντροφοβικοί είναι οι πρώην χοντροί, θυμήθηκα πως ήμουν κι εγώ κάποτε χοντρή και σήμερα θυμήθηκα πως είχα και διατροφική διαταραχή. Τα είχα απωθήσει από τη μνήμη μου, ίσως γιατί μου ήταν σχετικά εύκολο και ανώδυνο να… Διαβάστε περισσότερα »