Και οι μέρες σιγά σιγά περνούν. Βρίσκομαι στην ενδέκατη μέρα της καραντίνας μου. Οι πρώτες μέρες κύλησαν γρήγορα και με άξονα το τι συμβαίνει γύρω μας, εκτός μας. Αστραπιαία συρροή πληροφοριών και γεγονότων. Το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς. Όλοι θέλαμε να μάθουμε τι κάνει ο άλλος. Φόβος. Κι όλοι είχαμε πάνω κάτω τα ίδια νέα. ”Κοιμήθηκα, σηκώθηκα, έφαγα, έφτιαξα καφέ, μίλησα με τη μάνα μου, το θείο μου, τη γιαγιά μου κλπ, ξαναέφαγα , είδα τη σειρά αυτή, την ταινία αυτή, διάβασα το βιβλίο αυτό, έκλεισε το μετρό, το μαγαζί αυτό , τα σύνορα , διάβασα το άρθρο αυτό, είδα στις ειδήσεις, είδες τι έγινε, τι είπε αυτός; Λες να; Ξαναέφαγα, θα πάρω κιλά, έκανα ντουζ, καθάρισα το σπίτι, τα έκανα όλα άνω κάτω και το ξανακαθάρισα, έτσι για να έχω να κάνω κάτι. Οι αριθμοί. Αυξάνονται συνεχώς. Τις πρώτες μέρες έλεγα θα είμαι δημιουργικός, παραγωγικός, οφείλω να είμαι παραγωγικός… έτσι έμαθα.
Η ενδέκατη μέρα με βρίσκει να μην κάνω τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο χρόνος περνάει. Ή για να ακριβολογώ απλά κυλάει χωρίς να μετρά, νιώθω ότι έχει παγώσει. Έχει παγώσει ο χρόνος που ξέραμε. Ο κόσμος φαντάζει ”πλοίο φάντασμα”. Οι δρόμοι άδειοι. Δεν υπάρχει πίεση ούτε τηλέφωνα να πάρω ή να σηκώσω ούτε να γυμναστώ την τάδε ώρα, ούτε να κάνω γιόγκα πια. Καμία απολύτως πίεση. Καμία απολύτως ανάγκη να κάνω όλα αυτά και να τα ξανακάνω για να νιώθω ότι κάτι κάνω. Άρνηση θα ήταν αυτό, αν το έκανα. Κατέληξα ότι ο χρόνος έχει σταματήσει. Ο χρόνος έτσι όπως μου τον είχαν μάθει, σταμάτησε. Ακινησία. Σιωπή. Το αποδέχομαι σιγά σιγά . Το αγκαλιάζω.
Αυτή η σιωπή κι ακινησία του χρόνου ίσως είναι τελικά μία ευκαιρία για να δούμε πόσο προσωρινά κι ευμετάβολα είναι όλα. Σπίτια, δουλειές, χρήματα, κινητά, γυμναστήρια, μέσα σε λίγο καιρό άλλαξαν όλα. Αυτή είναι η πρόκληση για όλους μας να πετάξουμε σιγά σιγά τις προηγούμενες εκδοχές μας και απλά να ενωθούμε αναζητώντας την ουσία μέσα μας. Να κατανοήσουμε την κοινή μας πορεία και να πορευτούμε μαζί.
Το αγαπημένο μου βιβλίο ονομάζεται ‘’Η δύναμη του τώρα’’ του Έκχαρτ Τολ. Το ξαναδιαβάζω. Ο Τολ σ’ αυτό το βιβλίο μιλά για το σχετικό μεν του χρόνου αλλά κυρίως για το γεγονός ότι ο χρόνος είναι ανθρώπινο εφεύρημα. Μιλά για την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και πως ο χρόνος έχει χρησιμοποιηθεί ως προιόν αντί ως δύναμη. Έχει χρησιμοποιηθεί ώστε να εξυπηρετεί κοινωνικούς, παραγωγικούς και φυσικά οικονομικούς σκοπούς. Εξυπηρετεί επίσης την εξέλιξη του είδους. Ο άνθρωπος έχει φυσική τάση προς την εντροπή. Αν ο άνθρωπος δεν πίεζε τον άνθρωπο να εξελιχθεί τότε θα είχαμε εξαφανιστεί ως είδος. Ή μπορεί να μην είχαμε καταφέρει πολλά απ’ όσα καταφέραμε. Ωστόσο, ο χρόνος που έχουμε χρησιμοποιήσει και ο τρόπος που το χρησιμοποιήσαμε ως είδος μας φέρνει αντιμέτωπους με μία πραγματικότητα που δείχνει ότι κάθε άλλο παρά ωφέλιμα πράξαμε. Ο χρόνος δείχνει ότι ξεχάσαμε την ουσία μας. Είτε αυτό σημαίνει ως προς την ίδια τη φύση που είμαστε μέρος της, είτε αυτό έχει να κάνει με εμάς τους ίδιους. Είναι η ώρα να σκεφτούμε όλοι μας πως θα πορευτούμε από εδώ και στο εξής, τι κρατάμε, τι πετάμε και ποια είναι η ουσία. Ο χρόνος δεν είναι χρήμα.Έτσι μας έμαθαν. Ο ουσιαστικός χρόνος είναι δώρο. Δεν αποτιμάται. Και στο χέρι μας είναι να τον αξιοποιήσουμε σωστά. Υπήρξαμε θύματα του μυαλού μας, θύματα του χρόνου που είναι κατασκεύασμα του μυαλού. Ξεχάσαμε ότι εμείς είμαστε οι κύριοι του μυαλού μας. Το είδος όμως αυτό του χρόνου πάγωσε πια. Και το μυαλό μας είναι νοκ άουτ. Είναι ο ψυχολογικός χρόνος μέσα μας που αυτή τη στιγμή έχει παγώσει. Η ανάγκη να είμαι την τάδε ώρα εκεί, να κάνω κάτι συνεχώς ή όταν δεν κάνω κάτι να είμαι σ’ ένα τηλέφωνο συνομιλώντας ή καλύτερα σκοτώνοντας το ”χρόνο μου” χωρίς καν να συνειδητοποιώ ότι τον πετώ στα σκουπίδια σκρολάροντας στα social media. Πόσος χρόνος ‘’χαμένος’’. Πόσος χρόνος που μπορεί πολύ απλά να είχε αξιοποιηθεί αλλιώς. Τώρα έγινε, δεν αλλάζει. Αν δεν είχε χαθεί ο χρόνος αυτός, θα είχαμε καταλάβει τίποτα;
Μήπως ήρθε η ώρα να καταλάβουμε όμως;
Ο κόσμος θα ήταν πιο ωραίος αν δεν υπήρχε ο ψυχολογικός χρόνος, η πίεση του συστήματος, η πίεση στην οποία οι ίδιοι υποβάλλουμε τον εαυτό μας ώστε να νιώθουμε παραγωγικοί. Και θέλουμε να νιώθουμε έτσι γιατί κατά βάθος θέλουμε όλοι μας να ανήκουμε κάπου. Κι εφόσον σ’ ένα κοινωνικό σύστημα υπάρχουν κανόνες, τους ακολουθούμε. Γιατί η ανάγκη του ανήκειν είναι θεμελιώδης ανάγκη των ανθρώπων. Πόσες φορές έχω ακούσει την ερώτηση ”τι έκανες σήμερα” κι ένιωσα ένοχος ότι δεν έκανα και κάτι σπουδαίο ή άξιο αναφοράς. Τώρα όποιον κι αν ρωτήσεις ”τι έκανε” ότι κι αν σου πει απλά δε νιώθεις τίποτα. Έχουν πέσει όλες οι ταμπέλες. Δεν υπάρχει ταυτότητα πια, παρά μία κοινή εμπειρία που βιώνουμε μαζί έστω κι από μακριά και συνειδητοποιούμε μέρα τη μέρα. Είναι μία συμπόρευση όλων προς κάτι κοινό. ”Όλοι στην ίδια βάρκα είμαστε σ’ αυτό το ταξίδι”. Δυστυχώς το μαθαίνουμε με έναν πολύ άχαρο κι απρόβλεπτο τρόπο. Το θέμα είναι να μάθουμε αυτή την ‘’αναμονή’’ ή ‘’υπομονή’’ να μην τη βλέπουμε σαν εχθρό αλλά σα δώρο. Και το δώρο είναι το τώρα του καθενός μας. Όχι μόνο το τώρα της καραντίνας μας αλλά και το μετά απ’ αυτή. Τώρα, τώρα, τώρα, αθροίζοντας τα τώρα. Δε χτίζουμε μένοντας κολλημένοι στο παρελθόν, στο τι έγινε γιατί τότε επαναλαμβάνουμε την ίδια ιστορία. Δε ζούμε στο μέλλον, γιατί το μέλλον μπορεί να μη συμβεί. Κι αν εμμείνουμε σ’ αυτό, τείνουμε να γίνουμε νευρωτικοί. Ό,τι έγινε έγινε και όσο για το μέλλον ας το αφήσουμε καλύτερα στον ύπνο του χτίζοντας τα τώρα μας. Το μόνο που πραγματικά υφίσταται.
Και τώρα, αυτή τη στιγμή ανακαλύπτω ότι το μόνο που χρειαζόμασταν για να το συνειδητοποιήσουμε αυτό είναι ο χρόνος να σταματήσει. Κι ακίνητοι εντός, απ΄αυτό το σημείο που απλά το τώρα ρέει στιγμή προς στιγμήν να μπορούμε σιγά σιγά να αφουγκραστούμε την ουσία μέσα μας. Και ταυτόχρονα να ενεργοποιήσουμε τις αισθήσεις μας ώστε να επικοινωνήσουμε κάτι ουσιαστικό με τον κόσμο εκεί έξω. Την από κοινού ανθρώπινη πορεία μας. Αυτή η πορεία δεν αποτιμάται σε χρήμα ούτε σε εγώ παρά σε μικρές στιγμές που χτίζουμε ο καθένας από μόνος του κι όλοι μαζί θα μοιραστούμε από κοινού. Από εκείνη τη δυνατή περιοχή εντός μας που βρίσκεται στην απλότητα του τώρα.
Αυτή τη στιγμή γεύομαι τον πρωινό μου καφέ. Είναι ζεστός και γλυκός. Στη βεράντα. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και στο βάθος κήπος μπορώ να μυρίσω ένα λουλούδι. Το αεράκι φυσάει και μου δημιουργεί ρίγος στο σώμα. Κι αυτό είναι το τώρα μου. Δεν το εξηγώ. Δεν το ταμπελοποιώ. Απλά είναι.
Αυτή η καραντίνα ίσως είναι μία ευκαιρία να κάνουμε όλοι μας μία επανεκκίνηση. Είναι μία ακινησία. Μία ανάσα. Για εμάς , για τη φύση μας που την ταλαιπωρούμε καιρό τώρα , για το σύμπαν. Είναι μία ευκαιρία να κάνουμε ένα απαλό φόκους στο τώρα. Δεν είναι αναμονή. Δεν είναι κλείσιμο. Αντίθετα, είναι ελευθερία. Αρκεί να ανακαλύψουμε την εσωτερική μας απεραντοσύνη. Κι έπειτα σιγά σιγά να την ανοίξουμε κι εκτός μας και να τη μοιραστούμε. Να ξεκινήσουμε ξανά να περπατάμε από την αρχή. Βήμα βήμα. Όπως ένα μικρό παιδί που μαθαίνει τον κόσμο. Με άλλους ρυθμούς. Πιο αργούς. Πιο ουσιαστικούς. Πετώντας τα περιττά. Κρατώντας την απλότητα μίας στιγμής. Με ευκολία, χάρη και ομορφιά. Με την κάθε μας πολύτιμη ανάσα.
Υπήρξαμε χρόνια χαμένοι στη μετάφραση και δούλοι του μυαλού μας. Ας αφαιρέσουμε όμως την έννοια του χρόνου για λίγο. Γιατί αυτό που τελικά μας απέμεινε σ’ αυτή την ακινησία μας είμαστε εμείς και το τώρα μας, το απόλυτο δώρο. Κι είθε απ’ αυτό το σημείο να βγούμε εκεί έξω κύριοι του μυαλού μας κι όλοι μαζί ενωμένοι από την κοινή μας εμπειρία.
Καλή συνέχεια σε όλους.
Κωνσταντίνος Συμσιρής
Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News