in

Η κούρσα (μέρος 1ο)

Μια ιστορία σε συνέχειες…

Ήταν οκτώ και δέκα όταν η Εύα άφησε το διαμέρισμα. Είχε ετοιμάσει το τάπερ της Χριστίνας για το σχολείο και είχε βγάλει τα ρούχα που θα φορέσει, να τα βρει έτοιμα ο Βασίλης. Αυτός συνήθως ροχάλιζε την ώρα που η Εύα τραβολογιόταν να ξυπνήσει, ταΐσει και ντύσει τη μικρή, για να την αφήσει στο σχολείο προτού πάει στη δουλειά. Όμως σήμερα αυτό θα το έκανε ο μπαμπάς· στην εταιρία είχαν πρωινό μίτινγκ με τον πρόεδρο και η Εύα έπρεπε να είναι στο γραφείο στις εννιά νταν ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

taxibord 1920 1280

Μια παντρεμένη μητέρα που τρέχει και δε φτάνει – η γυναίκα χάθηκε από μέσα της κάπου στη στροφή, μα δεν έδωσε κανείς σημασία.

Η επιθυμία εμφανίζεται άξαφνα στη διαδρομή και την ταρακουνά από τον μεγάλο ύπνο.

Για να θυμηθεί ότι η ευχαρίστηση πηγαίνει με τον πόνο αγκαζέ κι ότι ο πόνος παίρνει πολλές μορφές, δεν ξεμπερδεύεις από αυτόν με μικρόψυχες συναισθηματικές απονευρώσεις.

Κι ότι, για να κρατηθεί ένας άνθρωπος ζωντανός, η κούρσα προς την επιθυμία είναι η μόνη οδός.

 

Ήταν οκτώ και δέκα όταν η Εύα άφησε το διαμέρισμα. Είχε ετοιμάσει το τάπερ της Χριστίνας για το σχολείο και είχε βγάλει τα ρούχα που θα φορέσει, να τα βρει έτοιμα ο Βασίλης. Αυτός συνήθως ροχάλιζε την ώρα που η Εύα τραβολογιόταν να ξυπνήσει, ταΐσει και ντύσει τη μικρή, για να την αφήσει στο σχολείο προτού πάει στη δουλειά. Όμως σήμερα αυτό θα το έκανε ο μπαμπάς· στην εταιρία είχαν πρωινό μίτινγκ με τον πρόεδρο και η Εύα έπρεπε να είναι στο γραφείο στις εννιά νταν. Ξεκίνησε να ετοιμάζεται βιαστικά: Μια φρυγανιά με μέλι, ντουζ, ντύσιμο και βάψιμο στα γρήγορα. Είχε και το άγχος να βρει αμέσως ταξί. Το αμάξι της ήταν στο συνεργείο εδώ και μια εβδομάδα, της το είχε τρακάρει ένας ασφαλίτης που την είχε δει καταδίωξη στην άγρια δύση. Χωρίς αυτοκίνητο έχανε την ελευθερία και τη σβελτάδα της, ένοιωθε με δεμένα τα χέρια.

Ήταν και που έτρεχε σαν την τρελή από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ξυπνούσε από τις εξίμισι για τις πρωινές ετοιμασίες και μετά να τρέξει στο γραφείο καρφί. Δούλευε διευθύντρια σε μια εταιρία τηλεπικοινωνιών. Δεν σήκωνε κεφάλι – ούτε που καταλάβαινε πώς περνούσαν οι ώρες, μέσα στα τηλέφωνα, τα μέιλ και τις συσκέψεις. Δούλευε του σκοτωμού για να τα προλάβει όλα στο εννιάωρο, να γυρνάει μετά σπίτι για το παιδί, μην το βλέπει μόνο πριν κοιμηθεί. Οι συνάδελφοι όμως την είχαν στη μπούκα έτσι που έφευγε με το ρολόι κι έπρεπε να τα κάνει όλα στην εντέλεια.

Έφτανε στο σπίτι μετά τις έξι. Η Χριστίνα ήταν με την Ντορέτα, την νταντά. Η Εύα ίσα που μπουκωνόταν το φαγητό της στα γρήγορα κι άρχιζε ο νέος γύρος με τη μικρή. Και δώστου με τα διαβάσματα, τις δραστηριότητες, τα παιχνίδια, με το κεφάλι ακόμα καζάνι από τους πίνακες και τους αριθμούς της εταιρίας, από σκληρή γιάπισσα μεταμορφωνόταν σε χαρωπή μανούλα σε χρόνο ντε τε. Όταν ο καιρός ήταν καλός, έβγαιναν βόλτα στην παιδική χαρά της γειτονιάς. H Εύα χαλάρωνε στο παγκάκι, άδειαζε το μυαλό της χαζεύοντας τα δέντρα και τον ουρανό, μια καλοδεχούμενη ανάπαυλα που τη χρώσταγε στο παιδί. Άλλες φορές κανόνιζε ραντεβού για παιχνίδι με συμμαθητές της. Αυτό ήταν δίκοπο μαχαίρι: από τη μια η καλοπέραση της Χριστίνας ήταν γκαραντί, από την άλλη η Εύα είχε το κουβεντολόι με την άλλη μαμά. Το παιδί μου έκανε αυτό η μια, το δικό μου εκείνο η άλλη – τα πετούσαν και καλά στο χαλαρό, όμως κατά βάθος καμάρωναν σαν κουκουβάγιες. Μερικές έφταναν μέχρι την αρχαία ελληνική ιστορία: θηλασμός, κόψιμο πάνας, πόσο γρήγορα μίλησε και περπάτησε – και η Εύα δεν είχε καλύτερο από το να λέει πότε η Χριστίνα σταμάτησε να βυζαίνει τα μεμέ της κι άρχισε να τα κάνει στο γιογιό. Έβαζε την κασέτα να παίζει στον αυτόματο – όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να εμποδίσει το μυαλό της να γίνει πούρες λεπτό το λεπτό.

Ο Βασίλης γυρνούσε στο σπίτι κατά τις εννιά, στο σβήσιμο της ημέρας ίσα που έβλεπε τη Χριστίνα λίγο πριν κοιμηθεί. Η Εύα ήταν κομμάτια, προσπαθούσε να συμμαζέψει τον χαμό στην κουζίνα και το σαλόνι, μπας και καταφέρει να αράξει για καμιά ώρα, πριν την πάρει κι αυτήν ο ύπνος. Είχε βαρεθεί να του ζητά να γυρνάει κι εκείνος νωρίτερα, το είχε πάρει απόφαση ότι με το μεγάλωμα της Χριστίνας θα τα έβγαζε πέρα μόνη της. Μια μεταμοντέρνα Μαίρη Παναγιωταρά, με μεταπτυχιακό στο Λονδίνο και γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού. Μόνο που η Εύα δεν περίμενε ότι αυτός ο δρόμος θα ήταν τόσο μοναχικός. Οι μοναδικές φορές που ο Βασίλης έμπαινε στον κόπο να αναλάβει δράση ήταν όταν εκείνη είχε κάποια υποχρέωση, όπως σήμερα. Παρά το άγχος του μίτινγκ, η Εύα το κατευχαριστήθηκε που ντύθηκε κι έφυγε με την ησυχία της – το να τρέχει πάνω στα ψηλοτάκουνα μαλλιοκούβαρα με τη Χριστίνα στο ένα χέρι και τις τσάντες στο άλλο δεν το λες και φανταστικό ξεκίνημα ημέρας.

Το έκοψε με τα πόδια στα γρήγορα, θα πήγαινε μέχρι την πιάτσα στην πλατεία. Ήλπιζε να βρει αμέσως ταξί, μερικές φορές δεν περνούσε για ώρα. Η Εύα σιχτίριζε που έπιασε πάλι τα πάρε δώσε με τους ταξιτζήδες. Από τότε που αγόρασε δικό της αυτοκίνητο τους είχε γλιτώσει. Όμως παλιότερα, που έπαιρνε ταξί καθημερινά για τη δουλειά, το τίμημα για να γλιτώσει το στριμωξίδι των λεωφορείων ήταν το κάπνισμα, τα σκυλάδικα και οι διπλές κούρσες με το έτσι θέλω – η ατάκα «Πού πάει η μαντάμ;» δεν την ταξίδευε ακριβώς και στον Σηκουάνα.

 

Μέρος 2ο:

Η κούρσα (μέρος 2ο)

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

2 Comments
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Δανδελιον
Δανδελιον
5 χρόνια πριν

Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι λενε ή υποσχονται πράγματα τα οποια δεν εφαρμόζουν εντέλει. Ακομα και να της είπε οτι θα συμμετεχει στις ευθυνες που του αναλογούν, δεν αποτελει εγγύηση οτι θα το πραξει κιολας.

Δανδελιον
Δανδελιον
5 χρόνια πριν
Απάντηση σε  Δανδελιον

Φωτεινή οταν δεν ζουμε μια κατασταση ειναι πολυ ευκολο να κατηγορουμε ενα ατομο για λαθος αποφασεις ή χειρισμους.