in

Η ιστορία της Παρασκευής: Broadway χωμένο στα βουνά

Ο Βαγγέλης Μακρής γράφει στο “Α, μπα” ιστορίες εμπνευσμένες από την ζωή στην ελληνική επαρχία

«Μα γιατί ποιο λόγο δεν θέλεις να παίξεις και εσύ στην θεατρική μας παράσταση;» με ρώτησε απηυδισμένος ο σκηνοθέτης μετά από ακόμα ένα όχι μου. Αυτό που θα έπρεπε να του πω ήταν αυτό που σκεφτόμουν: Ότι είναι σαν να μου ζητάει να οδηγήσω νταλίκα. Δεν έχω δίπλωμα νταλίκας, δεν ξέρω να οδηγώ νταλίκα, οπότε δεν θέλω να υπάρξουν θύματα. Είμαι σίγουρος ότι θα μου έλεγε ότι δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στην συμμετοχή σε μια θεατρική παράσταση και στην οδήγηση νταλίκας: Κανένας δεν κινδυνεύει. Του είπα για ακόμα μια φορά ότι δεν είμαι για αυτά, δεν ενδιαφέρομαι. Και με αντιπάθησε ισόβια ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Καταγραφή 33
Φώτο: Άννα Κόκορη

«Αφορμή για όσα θα διαβάσετε στάθηκε η πρόταση της Λένας να γράψω κάτι στο site για το χωριό μου μετά απo μια ανάρτηση μου  στο Facebook σχετικά με αυτό. Σκέφτηκα ότι έχω περισσότερο υλικό μέσα μου για την ελληνική επαρχία που μεγάλωσα, σπούδασα και έζησα.  Πρότεινα να κάνω μια σειρά ιστοριών. Τα πρόσωπα, τα γεγονότα και οι ατάκες που θα διαβάσετε μπορεί να φιλτράρονται με χιούμορ αλλά όλα είναι αληθινά. Είναι αληθινά αλλά δεν έχω μοιραστεί τα πάντα. Πιστεύω στην αφαίρεση όταν γράφεις κάτι προσωπικό και στα κομμάτια που πρέπει να κρατάς για τον εαυτό σου. Όπως έλεγα πριν όλα φιλτράρονται μέσα από χιούμορ. Σε αυτό βοήθησε η χρονική απόσταση. Τότε δεν έβλεπα τα πάντα με χιούμορ. Αυτό είναι το καλό με το πέρασμα του χρόνου. Κάτι που σου φαίνεται δυσβάσταχτο  την στιγμή που συμβαίνει, ανακαλύπτεις τελικά καθώς το ξανακοιτάς μετά από καιρό ότι ήταν  απλά αστείο. Ελπίζω να τις απολαύσετε όπως και εγώ όταν τις έγραφα»

 

«Μα γιατί ποιο λόγο δεν θέλεις να παίξεις και εσύ στην θεατρική μας παράσταση;» με ρώτησε απηυδισμένος ο σκηνοθέτης μετά από ακόμα ένα όχι μου. Αυτό που θα έπρεπε να του πω ήταν αυτό που σκεφτόμουν: Ότι είναι σαν να μου ζητάει να οδηγήσω νταλίκα. Δεν έχω δίπλωμα νταλίκας, δεν ξέρω να οδηγώ νταλίκα, οπότε δεν θέλω να υπάρξουν θύματα. Είμαι σίγουρος ότι θα μου έλεγε ότι δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στην συμμετοχή σε μια θεατρική παράσταση και στην οδήγηση νταλίκας: Κανένας δεν κινδυνεύει. Του είπα για ακόμα μια φορά ότι δεν είμαι για αυτά, δεν ενδιαφέρομαι. Και με αντιπάθησε ισόβια.

Εγώ όχι. Καταλάβαινα. Ο άνθρωπος είχε περάσει την λεπτή διαχωριστική πραγματική ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Το είχα ξαναδεί να γίνεται εδώ. Όταν ζεις σε κλειστά επαρχιακά μέρη ανοίγονται μπροστά σου δυο πειρασμοί που καλύτερα είναι να μην υποκύψεις σε κανέναν εάν θες να γλιτώσεις το μυαλό σου.

Ο πρώτος μπορεί να σε μετατρέψει σε έναν τύπο που η ερώτηση που θα επαναλαμβάνει περισσότερο μέσα στην διάρκεια της ημέρας όταν τελειώσεις την πρωινή του δουλειά θα είναι «Να σκάσουμε άλλο ένα;». Η απάντηση που θα παίρνεις σε αυτούς που απευθύνεις την ερώτηση θα είναι συνήθως «Ναι!». Θα ακούσεις τόσο Bob Marley όσο δεν έχεις ξανακούσει στην ζωή σου. Θα νομίζεις ότι μπερδεύεις τους άλλους με τα ινδικά αρωματικά sticks αλλά εκείνοι θα ξέρουν. Θα μιλάς με κόκκινα υγρά μάτια για τα οφέλη του διαλογισμού. Θα λες συνεχώς πόσο χαλαρά είναι εδώ, πόσο εκτίμησες ξανά την φύση και τις «αξίες της ζωής που είχες ξεχάσει». Μαζί με το άρωμα των ινδικών sticks θα απλώνεις στο χώρο καλύμματα με ψυχεδελικά σχέδια. Θα κρατάς τα χέρια των ανθρώπων με το γλυκό χαμόγελο μοναχής που παίρνει δέκα ευρώ στην είσοδο μοναστηριού για ένα κεράκι, και ακούει από τον πιστό να της λέει «Σας παρακαλώ. Κρατήστε τα ρέστα». Θα είσαι ένας άγγελος στον παράδεισο του χόρτου μέσα στον οποίο θα βουλιάζεις καθημερινά.

Ο άλλος πειρασμός που ανοίγεται μπροστά σου αν και αρχικά φαίνεται ακίνδυνος είναι περισσότερο εθιστικός από το χόρτο. Ονομάζεται «Ενασχόληση με τις τέχνες». Και συγκεκριμένα το θέατρο.

Μεσήλικες που τους έστεψαν σκηνοθέτες μέσα σε ένα βράδυ πάνω από πέντε τσίπουρα, νεαρές φοιτήτριες που πήραν τον ρόλο «με την αξία μου γιατί έχω όλα όσα θέλει ο ρόλος», άνθρωποι με πρωινές δουλειές που τα απογεύματα τους έδιναν «αγώνα με το κείμενο, δεν φαντάζεσαι τι έχω να μάθω απέξω. Αλλά η παράσταση θα σκίσει», πρωταγωνιστές που «εγώ το άξιζα αλλά αυτοί τα έχουν». Ένα Broadway χωμένο στα βουνά. Άνθρωποι που έπαιξαν μια ερασιτεχνική παράσταση και η μύτη τους ψήλωσε δυο χιλιοστά. Βοηθοί σκηνοθέτη με τα γνωστά ασπρόμαυρα μαντήλια γύρω από το λαιμό που συνοφρυώνονται μπροστά σε μια λάθος παύση. Πρωταγωνιστές που δεν τους ήξερε η μάνα τους αλλά «με καταστρέφει αυτός ο φωτισμός πρέπει να τον αλλάξετε». Ποτέ δεν θα άκουγες από το στόμα των ανθρώπων την λέξη «ερασιτέχνης». Ήταν προσβλητική. Ήταν οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, ο πρωταγωνιστής. Μην με ρωτάς για τα έργα. Είχαν τόση αυτοπεποίθηση στην επιλογή ρεπερτορίου που θα σε κάνουν να καταπιείς την γλώσσα σου.

Ήμουν ένα βήμα πριν το «σκάστο» αλλά είχα κόψει τρία χρόνια το κάπνισμα και δεν ήθελα οι προσπάθειες να πάνε χαμένες και μάλιστα να οδηγήσουν κάπου αλλού.

Όσο για την ερασιτεχνική ενασχόληση με τις τέχνες την είχα απορρίψει αμέσως και αυτό οφείλεται σε μια εμπειρία από το παρελθόν και κάτι που είχα αντιληφθεί νωρίς.

Όταν ήμουν φοιτητής είχα βρεθεί στα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είχα συμμετάσχει ως κομπάρσος σε ένα εντυπωσιακό γύρισμα όπου όλοι κρατούσαμε μαύρες ομπρέλες στην αγορά της Φλώρινας και η πυροσβεστική μας έριχνε με τις μάνικες νερό. Δεν είχαμε πάει επειδή ήμασταν θαυμαστές των ταινιών του Αγγελόπουλου. Δεν είχα δει καμία ταινία του τότε. Είχαμε πάει όπως πάνε οι φοιτητές «για την φάση» και την «αλητεία» επειδή τον σκηνοθέτη τον είχε στην μπούκα ο τοπικός μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης. Τώρα βέβαια που το θυμάμαι ήταν τρομερή εμπειρία να έχεις μια εικόνα από αυτόν τον σπουδαίο σκηνοθέτη στο μυαλό σου. Τον θυμάμαι να φωνάζει «Σταματήστε τους!» επειδή κάποιοι πέρασαν κατά λάθος στο άδειο πλάνο από ανθρώπους που ήθελε στην αγορά της Φλώρινας. Θυμάμαι τον Χάρβει Καιτέλ και την Μάγια Μοργκενστερν. Παρακολουθούσαμε από απόσταση μια σκηνή όπου η Μοργκενστερν έβγαινε από ένα ταξί και περπατούσε στο δρόμο μέχρι να συναντήσει τον Καιτέλ. Η θερμοκρασία θα πρέπει να ήταν λίγο πάνω από το μηδέν. Εμείς με σκούφους και γάντια και αυτή με ένα ανοιξιάτικο λεπτό μωβ φόρεμα, να επαναλαμβάνει μέσα στο κρύο την σκηνή ξανά και ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή νομίζαμε ότι το γύρισμα έφτασε στο τέλος όταν ο Αγγελόπουλος ανακάλυψε ότι η λέξη «Ταξί» ήταν γραμμένη με ελληνικά γράμματα και θα έπρεπε να είναι με αγγλικά. Οπότε όλα πήγαν στράφι. Η σκηνή θα επαναλαμβανόταν τις επόμενες μέρες.

Μια από τις μέρες των γυρισμάτων διαβάσαμε μια αγγελία για οντισιον σε ένα θέατρο της Φλώρινας για κομπάρσους που θα έλεγαν κάποιες ατάκες. Πήγα μαζί με την παρέα μου. Ο βοηθός σκηνοθέτη με επέλεξε μαζί με άλλους δυο για να κάνουμε τρεις φαντάρους. Ο λόγος που μας επέλεξε ήταν λόγω ύψους και επειδή δεν ήμασταν μελαχρινοί. Για έναν ανεξήγητο λόγο τότε είχα αφήσει φαβορίτες. Θυμάμαι τον βοηθό του σκηνοθέτη να μου λέει: «Το πιθανότερο είναι να σου πει ο σκηνοθέτης να τις κόψεις. Δέχεσαι; Γιατί αν όχι να βρούμε άλλον». Φυσικά είχα δεχτεί. Σκεφτόμουν αυτή την τρομερή θυσία που θα έκανα για χάρη της τέχνης. Θα έχανα τις φαβορίτες μου! Λες και μου ζήτησε να χάσω είκοσι κιλά για τις ανάγκες του ρόλου. Θα έλεγα μια ατάκα: «Στρατιώτης Αλέξανδρος!»Ενώ δεν είχα ποτέ κάλο να βγω στην μεγάλη οθόνη ξαφνικά τον έβλεπα να εμφανίζεται. Στο εικοσάχρονο μυαλό μου δεν υπήρχε η πιθανότητα να παίξουμε την σκηνή και να κοπεί στο μοντάζ.

Την παραμονή πριν γυριστεί η σκηνή συνέβη κάτι δυσάρεστο: Πέθανε ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ από καρδιακό επεισόδιο. Τα σχέδια του σκηνοθέτη άλλαξαν. Μειώθηκαν οι μέρες γυρισμάτων στη Φλώρινα. Ο βοηθός σκηνοθέτη μας ανακοίνωσε ότι η σκηνή μας δεν θα γυριζόταν τελικά. Δεν θα θυσίαζα τις φαβορίτες. Ντρέπομαι που το λέω αλλά θυμάμαι να σκέφτομαι: «Μα τώρα βρήκε να πεθάνει; Χάθηκε και η ευκαιρία μου!». Τώρα ευκαιρία για τι ακριβώς δεν είχα καταλάβει.

Μέσα από αυτή την εμπειρία συνειδητοποίησα αργότερα όταν έπηξε και λίγο το μυαλό τα εξής: Το πρώτο το ανέφερα ήδη. Υπήρχε ένας κάλος μέσα μου έτοιμος να φυτρώσει εάν κάποιος τον πότιζε με λίγη ελπίδα που την ονόμαζα «ευκαιρία». Και από σεβασμό στην τέχνη αποφάσισα: Τελειώνω εδώ με το σινεμά και με οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Άσημος κάτω από μια μαύρη ομπρέλα στο «Βλέμμα του Οδυσσέα»

Το δεύτερο είχε να κάνει με το πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του επαγγελματία ηθοποιού στα χέρια ενός απαιτητικού σκηνοθέτη. Και πως το όραμα του σκηνοθέτη μπορεί να ανατραπεί από στιγμή σε στιγμή. Οπότε σέβομαι όσους κάνουν σοβαρά αυτή την δουλειά.

Αλλά που να τα πεις όλα αυτά στον σκηνοθέτη που μου έκανε την πρόταση. Μπορεί να τα θεωρούσε ατου για το βιογραφικό μου στο θέατρο. Το όραμα αυτού του ανθρώπου ήταν μεγαλύτερο από την ίδια την ζωή. Δεν τον σταματούσε τίποτα. Και μπορεί να μην οδηγούσε νταλίκα χωρίς δίπλωμα αλλά θύματα υπήρχαν. Όλοι εμείς που πεθαίναμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας στις παραστάσεις του, καθώς δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια μας από την πίεση. Το κοινό πάντα έχει τον τελευταίο λόγο.

 

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

1 Comment
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Καραβάν
Καραβάν
5 χρόνια πριν

Διδακτικότατο κείμενο Βαγγέλη, έτσι είναι. Να’σαι καλά!