in ,

Ανθισμένοι νάρκισσοι στην εξοχή

Μια ιστορία από μια φορά κι έναν καιρό, στην Αγγλία

Είδα μια φωτογραφία με τους νάρκισσους που έχουν ανθίσει στην Αγγλία, και θυμήθηκα αυτή την ιστορία. Ήμουν 19 όταν έφυγα με Εράσμους για το Πλίμουθ, όπου ερωτεύτηκα Αθώο Άγγλο. Τέλειωσε το εξάμηνο, γύρισα Αθήνα, ένα χρόνο μετά αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χώρια, τα παράτησα όλα, άλλαξα σχολές, πήγα. Αθώος Άγγλος με αγάπησε πιο […] ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

daffodils in avon

Είδα μια φωτογραφία με τους νάρκισσους που έχουν ανθίσει στην Αγγλία, και θυμήθηκα αυτή την ιστορία. Ήμουν 19 όταν έφυγα με Εράσμους για το Πλίμουθ, όπου ερωτεύτηκα Αθώο Άγγλο. Τέλειωσε το εξάμηνο, γύρισα Αθήνα, ένα χρόνο μετά αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χώρια, τα παράτησα όλα, άλλαξα σχολές, πήγα.

Αθώος Άγγλος με αγάπησε πιο πολύ απ’ ό,τι με έχει αγαπήσει άλλος άνθρωπος ποτέ, ίσως πιο πολύ κι απ’ την ίδια μου τη Μάνα. Και με ήθελε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Με έβρισκε πανέμορφη στα χειρότερά μου, ποθητή στα πιο αηδιαστικά μου. Άνευ όρων. Κι εγώ τον αγαπούσα πολύ. Όχι όσο εκείνος, αλλά πολύ. Μετά από βραδιές μυσταγωγικές που άσχετα με το πού μεγαλώσαμε και οικείες αναφορές, είχα δει ότι ήμασταν φτιαγμένοι από την ίδια στόφα, κάτω από όλα τα επιφανειακά, ίδιο πράγμα. Κι εκείνος αυτό έλεγε, αδερφός από άλλους γονείς. Είχα αποφασίσει ότι είναι Αυτός.

Μόνο που με τον καιρό, δεν μπορούσα να αποφασίσω και το να τον θέλω. Σταμάτησα να θέλω στον τρίτο χρόνο. Έγινε αγγαρεία. Έγινε «έχει περάσει πάνω από μήνας, πρέπει να δώσω κάτι». Ενώ δεν ήθελα πια να με ακουμπά ποτέ ερωτικά. Θυμάμαι λοιπόν όποτε θεωρούσα ότι «έπρεπε» να προσφέρω κάτι, γιατί εκείνος είχε σταματήσει να ζητάει, μετά να θέλει να ανταποδώσει και να λέω όχι.

Θυμάμαι τα βράδια που καθόμασταν να δούμε τηλεόραση και σε κάποια φάση του έλεγα «λοιπόν, έρχομαι πάνω σου», και έκανε ότι δεν ήθελε και έκανα ότι μούτρωνα και μετά με φώναζε και καθόμουν στα πόδια του (ήταν πελώριος, άντεχε), και δεν ήμουν γυρισμένη προς την τηλεόραση, καθόμουν και απλά βούλιαζα στο λαιμό του γιατί είχα τεράστια ανάγκη από τρυφερότητα και ένιωθα ότι κάτι έλειπε, και η ζωή μου δεν ήταν αυτό που ήθελα, αλλά μόλις με ακουμπούσε για τον άλλο λόγο, αμέσως σηκωνόμουν κι έφευγα. Και μετά δίπλα του στο κρεβάτι, αφού είχε κοιμηθεί, έκλαιγα.

Εκεί λοιπόν, στον τρίτο χρόνο, κάποια στιγμή, για κάποιο λόγο, είχαμε στο σπίτι μάσκες, δεν έχω ιδέα γιατί. Και είχε τη φαεινή ιδέα για ρόουλ-πλέινγκ. Ήμασταν στο «έχει περάσει πάνω από μήνας». Λέω δε γαμιέται, ας δοκιμάσουμε. Και ακολούθησε μια αμήχανη, φρικαλέα, ντροπιαστική κατάσταση απύθμενου κριντζ, που τη θεώρησε πολύ κίνκι κι ενδιαφέρουσα, αλλά ευτυχώς είπε «ας μην τα ξεκινήσουμε αυτά από τώρα, τι θα κάνουμε μετά, τόσα χρόνια».

Ξεροκατάπια.

Την τελευταία χρονιά είχαμε μετακομίσει απ’ το Μπέρμινγκχαμ στο Κόβεντρι, για τη δουλειά μου. Σπίτι, οι δυο μας ξέραμε πια τι συνέβαινε αλλά δεν ξέραμε πώς να το διαχειριστούμε. Και σιγά-σιγά φτάσαμε σε μια πολύ παράξενη συμφωνία. Θα μέναμε μαζί γιατί δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε την ύπαρξη ο ένας χωρίς τον άλλον, αλλά θα μπορούσαμε να δούμε κι άλλους. Θεωρητικά δηλαδή. Απλά πάντα θα γυρνούσαμε σπίτι να κοιμηθούμε αγκαλιά. Ένα συναισθηματικό ρόλερ κόστερ. Πότε αγάπη, πότε μίσος για την απόρριψη, πότε περιφρόνηση, ξανά αγάπη, ξανά κλάμα, πάντα φόβος για το άγνωστο.

Εγώ στην Αγγλία δεν ήξερα απολύτως κανέναν πέρα από την οικογένεια και τους φίλους του Αθώου Άγγλου. Από τους συναδέλφους μου, όσοι ήταν κοινωνικοποιήσιμοι ήταν όλοι ζευγάρια, εκτός από τα κορίτσια στο Μάρκετινγκ. Θα μου πεις, γιατί δεν έβγαινες μ’ αυτά; Βγήκα. Αλλά τότε ήμουν μικρή και τρομαγμένη, πιο μικρή και τρομαγμένη από όσο ήμουν όταν πρωτοπήγα Αγγλία, γιατί είχα κάπως μεταλλαχτεί σε κομμάτι του Άλλου, και δεν υπήρχα ως αυτόνομη μονάδα. Ούτε ως σεξουαλικό ον. Και μου φαίνονταν όλα πολύ ξένα, πολύ έξω από το κόμφορτ ζόουν μου, κυκλοφορούσα χωρίς να ξέρω τι είμαι και πού πάω, μουδιασμένη. Και γύρω γύρω κόσμος έπινε μέχρι λιποθυμίας και φασωνόταν και έφευγε με άλλο κόσμο που δεν ήξερε, και δεν ανήκα σε όλα αυτά, ήταν πολύ τρομακτικά.

Την Άνοιξη, ξεκινήσαμε να βγαίνουμε με την παλιά παρέα Αθώου Άγγλου που είχε συγχωνευτεί με την παρέα της Αδερφής του. Τεράστια παρέα με πολλά αγόρια και πολλά κορίτσια-φίλες της Αδερφής Αθώου Άγγλου. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο απόλυτα ακομπλεξάριστη και ανοιχτή τσουλίαση (δηλαδή ισότητα στη σεξουαλικότητα), σε επίπεδα που ακόμα δεν μπορεί να διανοηθεί η μέση Ελληνίδα.

Κάθε Σαββατοκύριακο, όλοι τους ζούσαν ζωντανά το Χανγκόβερ και κάθε αμερικανική σεξοκωμωδία που έχει γυριστεί ποτέ -το μόνο που έλειπε ήταν οι τίγρεις. Άπειρες Κυριακές, Αδερφή Αθώου Άγγλου παρακαλούσε Αθώο Άγγλο να την πάνε να βρει το αυτοκίνητό της ή τηλεφωνούσε και παρακαλούσε να τη μαζέψουν από όπου ήταν.

Όταν είχαμε πρωτοπάει μαζί στο κλαμπ που έλεγε «σπίτι της», μου είχε κάνει τουρ στα μυστικά σημεία του μαγαζιού που ήταν ιδανικά για φάσωμα, γιατί «εδώ δεν σε βλέπει κανείς, ειδικά αυτός με τον οποίο ήρθες ή αυτός με τον οποίο θες να καταλήξεις». Μ’ εκείνη είχα δει για πρώτη φορά ζωντανά να συμβαίνει μπροστά μου το «απλά διαλέγω έναν ωραίο μέσα στο κλαμπ και πάω και τον φιλάω, και προχωράω στον επόμενο».

Θυμάμαι μια φορά, είχαν νοικιάσει κάτι σαν καΐκι στο ποτάμι Έιβον, για να κοιμηθούν εκεί αντί για ξενοδοχείο μετά από μια βραδιά σε μια πόλη εκεί γύρω. Αδερφή ΑΑ μπαίνει μέσα στο καΐκι με ένα κουκλίστικο αγόρι που ήθελε καιρό. Τον κρατάει παραμάσχαλα και ψάχνει να δει πού θα κοιμηθούν. Έχουν φτάσει τελευταίοι και όλα τα δωματιάκια είναι πιασμένα. Κλωτσάει πόρτες αλλά παντού κόσμος. Στο τέλος, κλωτσάει πόρτα ντουλαπιού και τον σπρώχνει μέσα: «Μας κάνει».

Σιγά-σιγά, (αλλά πολύ σιγά) άρχισα να νιώθω πιο… εγώ. Ακόμα μουδιασμένη και μέσα μου ένα χάος, αλλά κάτι άρχιζε να αλλάζει. Οι υπόλοιποι της παρέας πλην Αδερφής ΑΑ δεν με ήξεραν καλά, ήμουν πάντα λίγο φοβιστική ως η κοντή βλοσυρή και αυστηρή Ελληνίδα του Αθώου Άγγλου που δεν ήταν διαθέσιμη και δεν έπινε κιόλας, οπότε δεν ασχολούνταν με την ύπαρξή μου, δεν μου πολυμιλούσαν.

Μέσα στην παρέα, υπήρχε ο Ρόντι. Τον λέγανε Στιούαρτ αλλά όλοι τον φώναζαν με το επίθετό του, κι ο ίδιος συστηνόταν ως Ρόντι. Ο Ρόντι ήταν κοντός, πολύ κοντός, τζίντζερ μέχρι το κόκαλο -κι όχι αυτά τα φλώρικα, τα χίπστερ που βλέπεις τώρα με τα μούσια και είναι αντικειμενικά ωραία και αρέσουν σε όλες και λένε «χαχα, παρόλο που είναι τζίντζερ» -καμία σχέση.

Ο Ρόντι ήταν το αυθεντικό τζίντζερ από το οποίο βγήκε το αστείο, το ελαφρώς θλιβερό, με τη φάτσα που δεν έχει απολύτως τίποτα να προσέξεις, τα ανύπαρκτα φρύδια, το ολόλευκο, στρουμπουλό και ζυμαρένιο, το παντελώς άχρωμο και αδιάφορο. Αν έβγαζε ποτέ γκόμενα (όχι σεξ, μόνο φάσωμα), ήταν δέκα λεπτά πριν κλείσει το κλαμπ, κι αυτή ήταν μεθυσμένη και περίπου τέσσερις-πέντε Ρόντι σε κιλά. Κι εκείνη πάντα ντρεπόταν να εμφανιστεί μαζί του ξανά.

Ο Ρόντι ήταν αστείος. Όλοι το ήξεραν ότι ήταν αστείος, ήταν δεδομένο, και ολόκληρος ήταν καρικατούρα και είχε και πλάκα, αλλά έτρωγε μπούλιινγκ και για την εμφάνισή του και για τις «επιδόσεις» του τα Σαββατόβραδα.

Μπορώ να πω ότι έτρωγε μπούλιινγκ και για το ότι ένιωθε αναγκασμένος να είναι αστείος εις βάρος του εαυτού του, γιατί έτσι κάνει η κοινωνία με τους ανθρώπους που ήταν άτυχοι στης εξωτερικής εμφάνισης τη λοταρία. Τους υποχρεώνει να δηλώνουν συνεχώς ότι έχουν επίγνωση του πόσο υστερούν, μέσα από αστεία, και να διασκεδάζουν τους υπόλοιπους σε μια αέναη για την ατυχία τους απολογία.

Θυμάμαι μια μέρα που θα πηγαίναμε κάπου όλοι μαζί και είχαμε νοικιάσει ένα βανάκι, και μπήκαμε μέσα και καθόμασταν, και κάτι περιμέναμε για να φύγουμε. Και λέει ο Ρόντι κάτι αστείο και όλοι κάνουν το αντίστοιχο του «πωωωωωω!» κι εγώ γελάω με ένα γέλιο που ήταν πολύ καιρό αχρησιμοποίητο, ένα γέλιο που γελάς όταν απευθύνεσαι εσύ στον εαυτό σου, που ξέρει ότι έχει καλό λόγο που το βρίσκει εσωτερικό αστείο, ένα γέλιο μακρόσυρτο και βαθύ, ένα γέλιο-χαραμάδα ευτυχίας.

Θυμάμαι που όλοι είχαν σιωπήσει και είχαν γυρίσει και με κοιτούσαν σαν να με έβλεπαν για πρώτη φορά, ο Ρόντι εμφανώς σοκαρισμένος. Από τότε έκανε τα πάντα για να γελάω και ανακάλυψε ότι γελούσε κι εκείνος μαζί μου. Έτσι ξεκίνησε ένα μικρό ανολοκλήρωτο ειδύλλιο που όμως δεν μπορούσαμε να κρύψουμε από κανέναν, και ήταν από τις πιο χαρούμενες στιγμές μου στην Αγγλία, κι απάλυνε το σχίσμα του χωρισμού με Αθώο Άγγλο, που συνέβαινε παράλληλα κι ανεξάρτητα και με έκανε να μην ξέρω ποια είμαι.

Να σημειωθεί ότι πριν φιλήσω καν Ρόντι, μεσολάβησα ώστε να φασωθεί Αθώος Άγγλος με την Σάρον που του άρεσε απ’ την παρέα, που ήταν ξανθιά και ψηλή.

Ο Ρόντι μού έκανε μιμήσεις Ντόκτορ Ίβιλ από το Ώστιν Πάουερς που ήταν τότε ποπ, και δεν ντρεπόταν να κάνει μαζί μου χορογραφίες. Και ανταλλάσσαμε μέιλ κάθε μέρα, ακόμα δεν υπήρχε τσατ, αλλά άπειρα μέιλ στη δουλειά. Και δεν άφηνε σιωπές όταν ήξερε ότι ένιωθα σκατά. Μια φορά έτυχε να με γυρίσει εκείνος σπίτι και στο δρόμο ήμουν τόσο μπερδεμένη, ένιωθα τόσο ένοχη για όλα και σκεφτόμουν ότι πρέπει να φύγω και να γυρίσω σε μια χώρα που δεν ήταν πια σπίτι μου, πρέπει ν’ αφήσω πίσω έναν άνθρωπο χωρίς τον οποίο ένιωθα να μου λείπει το χέρι μου, και για λίγη ώρα δεν μιλούσα, και μου λέει «οκ, καταλαβαίνω, δεν θες να ακούσεις για τα συστήματα με τους φράχτες για να περνούν τα άλογα, δεν χρειάζεται να κάνεις συζήτηση αν δεν θες, μπορείς όμως να παίξεις με τα καροτί μαλλιά μου που σε κάνουν να γελάς».

Και ήταν οι τελευταίοι μου μήνες στην Αγγλία, ήταν Άνοιξη, και για πρώτη φορά μετά από χρόνια όχι μόνο έβλεπα την πλάση ν’ ανθίζει, αλλά την ένιωθα. Το ‘νιωθα σε κάθε κίτρινο λουλούδι που θρόιζε στον άνεμο των δυτικών Μίντλαντς, τόσα κίτρινα λουλούδια σε τόσα απέραντα λιβάδια, ως εκεί που έφτανε το μάτι. Τόσα κίτρινα λουλούδια που δεν θα έβλεπα ξανά. Γιατί είχα πάρει την πιο αβάσταχτα επίπονη απόφαση της ως τότε ζωής μου, ότι δεν θα είμαι με Αθώο Άγγλο πια. Το καλοκαίρι γυρνούσα Ελλάδα οριστικά.

Εκείνη την Άνοιξη, η Αγγλία ήταν σαν να έκανε ό,τι μπορούσε να με κρατήσει, λες και δεν ήξερε ότι σαν κι αυτήν, την Ελλάδα δεν είχα ποτέ αγαπήσει.

Ήταν οι πρώτες εβδομάδες αφού είχα αντιληφθεί την ύπαρξη του Ρόντι, και η συνειδητοποίηση έγινε αλματωδώς, η ένταση της λαχτάρας να τον δω αυξανόταν συνεχώς. Δεν το πίστευα ότι δεν του είχα δώσει ποτέ σημασία, -αλλά αυτό είναι απ’ τα κακά που ‘χει η εγγενής μονογαμία.

Και ήταν Άνοιξη, προς Καλοκαίρι. Εποχή που κανονικά είναι όλο ψεύτικες υποσχέσεις και φρούδες ελπίδες, στην Αγγλία, αλλά εκείνη η Άνοιξη, στο μυαλό μου θα είναι για πάντα σαν χρυσή δεκαετία.

Ήταν Κυριακή και λιακάδα, και με όλη την παρέα φίλων Αθώου Άγγλου και Αδερφής του, θα πηγαίναμε σε ένα πάρκο. Δεν θυμάμαι πόσα πάρκα υπήρχαν γύρω από τον ποταμό Έιβον, παντού υπέροχα πάρκα, που δεν θα κοιτούσες δεύτερη φορά όταν είχε συννεφιά, μα μόλις έβγαινε ο ήλιος για δυο μόνο λεπτά βρισκόσουν στον Παράδεισο –απλά, προσωρινά.

Τα αγόρια είχαν αποφασίσει να περάσουν το μεσημερο-απόγευμα κάνοντας ότι παίζουν μπάλα, στην ουσία πίνοντας μπίρες. Τα κορίτσια θα λιαζόμασταν και είχαμε αναλάβει να πάμε να πάρουμε το αλκοόλ, ενώ τα αγόρια το φαγητό. Εγώ θυμάμαι είχα πει δεν θα φάω, γιατί ως γνωστόν, όταν εκεί γύρω υπάρχει κάποιος που θες και δεν έχεις ή δεν έχεις κι από χθες, το φαγητό είναι περιττό.

Είχαμε βγει το προηγούμενο βράδυ. Στο Ρίτσι’ς, το τελειωμένο κλαμπ που λατρεύαμε, που όλοι έβγαιναν “on the pull”, δηλαδή για να γνωρίσουν οποιονδήποτε και να πηδηχτούν, και χορεύαμε. Σε μια στιγμή είχα βρεθεί μόνη με Ρόντι που με απέφευγε, και τον είχα κοιτάξει ερωτηματικά ενώ χορεύαμε αντικρυστά. Ρόντι είχε μιλήσει από μόνος του, είπε ότι με θέλει, ότι φυσικά και με θέλει, αλλά Αθώος Άγγλος είναι φίλος του, και δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό. Δεν είχα μιλήσει.

Υποτίθεται πως έχω ένα πολύπλοκο ηθικό σύστημα αξιών. Αυτό μου λένε. Φαίνεται πολύπλοκο αν δεν με ξέρεις, γιατί δεν έχεις αντιληφθεί τον τρόπο που λειτουργεί. Στην πραγματικότητα είναι απλό, είμαι ο πιο προβλέψιμος άνθρωπος του πλανήτη, δεν κάνω τίποτα αναπάντεχο. Τότε είχα πάρει τις αποφάσεις μου και Αθώος Άγγλος είχε φασωθεί με Σάρον. Το ζήτημα για μένα είχε τελειώσει.

Το πρακτικό. Το θεωρητικό ήταν άλλο, άλυτο και μεγάλο. Αλλά μπορούσα να τα διαχωρίσω, κι αυτό που μ’ ένοιαζε ήταν το τι είναι και τι δεν είναι θεμιτό.

Ήμασταν λοιπόν με τα κορίτσια κι είχαμε πάει να πάρουμε άπειρες μπίρες και σάιντερ και κάτι φρικτά ποτά ρέντι-του-ντρινκ, συνήθως γεύση μισητό ράσμπερι ή μάνγκο με κάτουρο μανγκούστας. Γυρίσαμε στο πάρκο. Τα αγόρια μοίραζαν σε όλους λαδόκολλες από τσιπ-σοπ με πατάτες τηγανιτές με αλάτι και ξύδι, τηγανιτό κοτόπουλο ή λιωμένες κοτόπιτες. Ο Ρόντι ήδη έτρωγε μια μακρόστενη λουκανικόπιτα, (πριν παίξει μπάλα, για ορεκτικό).

Ξέρεις, όταν αρέσεις σε κάποιον, συχνά αρέσεις για τους λάθος λόγους. Ποτέ δεν έχεις ιδέα γιατί του αρέσεις ακριβώς. Συχνά οι λόγοι είναι τόσο άσχετοι με το τι είσαι, τόσο λάθος, που ακόμα κι αν θες πολύ να του αρέσεις, λες άσ’ το, γάμα το, δεν θέλω να βλέπω στα μάτια σου αυτό. Είναι πάρα πολύ σπάνιο να αρέσεις στον άλλον για τους λόγους που πιστεύεις κι εσύ ο ίδιος ότι αξίζεις να αρέσεις. Και υπέροχο.

Μια από τις φορές που το έχω νιώσει, ήταν τότε. Με μια σιγουριά απόλυτη, που ίσως δεν ξανα-είχα ποτέ μου, ούτε πριν ούτε μετά. Έχω υπάρξει σίγουρη ότι ο άλλος με θέλει, ειδικά στα απλά, στα εδώ-και-τώρα, ειδικά αν τύχαινε και ήξερα ότι με θεωρούσε πολύ πιο ελκυστική από εκείνον, «αντικειμενικά». Αλλά όχι σίγουρη ότι με θέλει γι’ αυτό που προσπαθώ να είμαι αληθινά.

Ποτέ δεν έχω τολμήσει να δείξω σε κάποιον ότι θέλω εγώ, χωρίς να έχω λάβει επιβεβαίωση καμιά δεκαριά φορές ότι μπορώ. Ποτέ δεν πίστεψα στη λογική του να διεκδικήσεις. Δεν είναι ο άλλος έπαθλο που θα ακουμπήσεις σ’ ένα ράφι και μετά δεν θα το κουνήσει. Δεν θέλω να είμαι εκεί, να επιμένω, για να με συνηθίσει. Αν δεν το βλέπει, δεν θέλω να τον πείσω. Αν δεν το βλέπει, πιθανόν δεν υπάρχει. Αυτός που διαλέγω, θέλω να με έχει διαλέξει. Δεν θέλω αν δεν θέλει. Να προσπαθήσω για να γίνω αυτό που θέλω, ναι, αλλά όχι για να με θελήσει.

Και ήξερα ότι με ήθελε, ότι με ήθελε για μένα, και ήταν Άνοιξη και έφευγα και όλα χωρίς να έχουν ειπωθεί ήτανε ήδη ειπωμένα, κι ο ήλιος έλαμπε και όλοι γύρω μας κοιτούσαν στην παρέα, κι ένιωσα μια φορά γενναία, και τον πλησίασα που έτρωγε ανέμελος τη λουκανικόπιτα, και του την πήρα απ’ το στόμα, της έκανα μια δαγκωνιά και του την έβαλα ξανά στα χείλη, εκεί που τα δικά μου μόλις είχαν ακουμπήσει.

Θυμάμαι είχα απομακρυνθεί χωρίς να πω κουβέντα, κι εκείνος χαμογελούσε, ενώ όλη η παρέα τον κοιτούσε. Μικρότερη, υπήρξα κάπως κινηματογραφική.

Κι από τότε, για μένα άνοιξη θα είναι πάντα μια μέρα με λιακάδα, στην αγγλική εξοχή.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

11 Comments
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Zouzouna Goutsouna
Zouzouna Goutsouna
4 χρόνια πριν
Απάντηση σε  Ειρήνη Γεωργή

Εχω εναν θειο που ανεκαθεν ειχα καταταξει στο μυαλο μου ως τερμα μισογυνη.
Δεν κανω λαθος.
Παλιομοδιτη ,που εχει περασει το μεγαλυτερο μερος της ζωης του σε επαρχιακη πολη ( βεβαια εχει κανει τα ταξιδια του).Δεν παντρευτηκε ποτε.
Ε λοιπον αυτος ο ανθρωπος στος φεις δηλωνει οτι ειναι in an open relationship.
Το τελευταιο ατομο που θα περιμενα να δω να δηλωνει δημοσια κατι τετοιο ειναι αυτος . Πραγματικα αψυχολογητος. Επεσα απο τα συννεφα .

Gloria Steinem
Gloria Steinem
4 χρόνια πριν

νομίζω η δυναμική σχέσης που περιγράφει το κείμενο είναι εντελώς αλλού από το συγκεκριμένο point

Πιπέρι
Πιπέρι
4 χρόνια πριν

Ειρήνη σ’αγαπάω, πολύ όμορφο κείμενο

tzotzo
tzotzo
4 χρόνια πριν

Τι ωραία που γράφεις Ειρήνη! θέλουμε κι άλλες ιστορίες !!!💖

Alice in wonderland
Alice in wonderland
4 χρόνια πριν

Κραταω την υπεροχη τελευταια φραση “κι απο τοτε για μενα ανοιξη θα ειναι παντα μια μερα με λιακαδα στην αγγλικη εξοχη”…

βλαχάκι(το)
βλαχάκι(το)
4 χρόνια πριν

πολύ πριν μάθω την λέξη νάρκισσος και την συνδέσω με το εν λόγω φυτό με είχαν μάθει την λέξη daffodil, ίσως και να ήταν το πρώτο λουλούδι, με όνομα και συγκεκριμένη μορφή που απέκτησα στο μυαλό μου 🙂
ωραίο κείμενο

Zouzouna Goutsouna
Zouzouna Goutsouna
4 χρόνια πριν
Απάντηση σε  βλαχάκι(το)

Ασφοδελος.
Εχει συνδυαστει με το τελος του χειμωνα και το ξυπνημα της φυσης.

βλαχάκι(το)
βλαχάκι(το)
4 χρόνια πριν
Απάντηση σε  Zouzouna Goutsouna

πράγματι, η λέξη “daffodil” προέρχεται από το “ασφόδελος”, είναι διαφορετικά φυτά όμως 🙂

EleonoraTora
EleonoraTora
4 χρόνια πριν

Πραγματικά πολύ ωραίο κείμενο που ξυπνάει πολλά συναισθήματα κι εικόνες, χαρούμενες και μη. Ένα πράγμα που μου θύμισε είναι κάτι που είχα ακούσει παλιότερα: “Ο έρωτας δεν είναι τίποτα άλλο από την θύμηση της σχέσης μας ως μωρά με την μάνα μας/τον φροντιστή μας και προσπαθώντας να την ξαναβρούμε, την αναπαράγουμε”. Και τόσα στοιχεία που αναφέρεις εδώ, τον μεγάλο έρωτα, που σε αγάπησε πιο πολύ “κι από την μάνα σου”, το πόσο γίνατε ένας άνθρωπος, το αναπόφευκτο ξενέρωμα, το τάϊσμα αργότερα του τζίντζερ, και τόσα άλλα, ακριβώς αυτό μου θύμισαν. Αναρωτιέμαι πως ήταν η σχέση σου με την/τον δική/δικό σου… Διαβάστε περισσότερα »

idril
idril
4 χρόνια πριν

Μετά από ένα τετραήμερο στη φουλ βρετανική άνοιξη (μην πω και καλοκαίρι), ξαναρούφηξα το υπέροχο κείμενό σου σαν παγωμένο τσάι.
Να είσαι καλά Ειρήνη, και να κεντάς με τις λέξεις.