MG 6632
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO
in ,

Παυλίνα Μάρβιν: «Κάποτε απορούσα γιατί χρειαζόμαστε τον φεμινισμό. Τώρα ξέρω»

Η βραβευμένη Ελληνίδα ποιήτρια σε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για το έμφυλο ζήτημα στη λογοτεχνία και τη ζωή και τον αθέατο φασισμό στην καθημερινότητά μας

Την Παυλίνα Μάρβιν την ήξερα από τα ποιήματα της αλλά και από την άσβεστη καλλιτεχνική της ενέργεια που εκβάλλεται σε διάφορα πεδία των σύγχρονων δημιουργικών εργαστηρίων, από λογοτεχνικά περιοδικά και ομάδες, μέχρι performances και φεστιβάλ. Αναπόσπαστο κομμάτι της νέας ποιητικής γενιάς, η οποία μεγαλώνει και γράφει μέσα στις παρατεταμένες κοινωνικές συνθήκες της καταστατικής απαξίωσης της ποιότητας της ζωής μας, της ενδημικής απογοήτευσης, της αναζήτησης νέων οραμάτων. Το πρώτο της βιβλίο «Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου» τιμήθηκε με το «Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη» της Εταιρείας Συγγραφέων.

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της «Θαύματα στου Πολύφημου| Σβήστε τους φάρους για τον Ιβάν Ισμαήλοβιτς» από τις εκδόσεις Κίχλη. Η Παυλίνα φέρνει κι εδώ ένα γοητευτικό πελέκημα της γλώσσας, όχι όμως αποσυνδεδεμένο ή απόμακρο από τις σκοτούρες, τις αντιθέσεις και τις ανάσες της καθημερινής ζωής κι ούτε αποεμφυλοποιημένο. Οι ψυχοσυναισθηματικές ταλαντώσεις μιας νέας γυναίκας είναι διάχυτες στη γραφή της.

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, συναντηθήκαμε για να συζητήσουμε πως βιώνει τον άγρια πατριαρχικό μας κόσμο ως ποιήτρια, να αναρωτηθούμε που εξαφανίστηκε το σπουδαίο έργο των ποιητριών του 20ου αιώνα αλλά και για τις τεκτονικές αλλαγές στο Εθνικό ως απόρροια του metoo και για τις φίλες που σώζουν.

—Το καινούργιο σου βιβλίο είναι χωρισμένο, αποτελείται από δύο συλλογές που είναι γραμμένη η καθεμία με διαφορετική γλώσσα και σε διαφορετικό ύφος. Παλιά υπήρχε το άγχος της διαμόρφωσης ενός ξεχωριστού πλην ομοιόμορφου ύφους. Είναι απελευθερωτικό να ξεφεύγεις από αυτό το άγχος;

Δε νομίζω ότι το να πειραματιζόμαστε με τη φόρμα είναι κάτι αποθαρρυντικό ως προς τη διαμόρφωση του προσωπικού ύφους. Αυτή είναι μια κριτική που άκουγα με ενδιαφέρον και πριν βγάλω το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο περιλάμβανε πολύ διαφορετικά είδη κειμένων ─ από ένα διήγημα πέντε σελίδων, μέχρι ποιητικές πρόζες, έμμετρα ποιήματα, κ.ο.κ. Με ρώταγαν, λοιπόν, γιατί δεν προτίμησα να φτιάξω ένα βιβλίο με κοινό πλαίσιο. Εγώ, όμως, όταν γράφω και, επίσης, όταν σχεδιάζω ένα βιβλίο, σκέφτομαι ποια μορφή ταιριάζει σε κάθε ξεχωριστό περιεχόμενο. Στο δεύτερο βιβλίο, Θαύματα στου Πολύφημου | Σβήστε τους φάρους για τον Ιβάν Ισμαήλοβιτς, έχουμε δύο μέρη, με δύο κολοφώνες μάλιστα, και τη συνύπαρξη αυτών των δύο κόσμων την κρίνω σκόπιμη.

—Στην πολυκατοικία σου κάνεις ειδική μνεία στα αθέατα υποκείμενα των πολυκατοικιών, όπως στις ρουμάνες καθαρίστριες ή στα ανάπηρα άτομα των οποίων τα αμαξίδια δε χωρούν στο ασανσέρ. Λείπουν αυτά τα υποκείμενα από την ποίηση;

Λείπουν οπωσδήποτε. Προσωπικά, τα αναζητώ πρωτίστως ως αναγνώστρια και έπειτα τα συλλογίζομαι ως συγγραφέας. Νιώθω την ανάγκη να έρθω σε επαφή με την ιστορία τους, να ακούσω τη δική τους φωνή, γιατί το να γράφω εγώ ό,τι σκέφτομαι για αυτά τα αθέατα υποκείμενα δεν είναι το ίδιο και σίγουρα δεν είναι αρκετό. Αναρωτιέμαι γράφοντας τι γίνεται με αυτή την εμπειρία, γιατί δε φτιάξαμε ακόμα το κάθε ασανσέρ ώστε να χωράει το αμαξίδιο κι αν λαμβάνουμε σταθερά υπόψη μας ότι ανεβαίνουν στην ταράτσα για να απλώσουν τη μπουγάδα τους οι μετανάστριες, επειδή συχνά δεν έχουν ούτε μπαλκόνι ούτε παράθυρο. Όταν δούλευα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης μας απασχολούσε διαρκώς το προσφυγικό. Κυκλοφορούσε τότε από ομάδες προσφύγων μια πολύγλωσση εφημερίδα, τα «Αποδημητικά Πουλιά», όπου δημοσιεύονταν θαυμάσια κείμενα προσφύγων/ισσών. Πόσες/-οι, όμως, θα είχαν πρόσβαση σε έναν εκδοτικό οίκο; Είμαι σίγουρη πως γράφονται κείμενα υψηλής λογοτεχνικής αξίας και καθοριστικά για την επαφή μας με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζούμε, τα οποία δεν βρίσκουν δίοδο ώστε να φτάσουν σ’ εμάς.

Έχω ξαναπεί πως νιώθω πολύ αμήχανα όταν διαβάζω, για παράδειγμα, στα Ανοιχτά Χαρτιά του Ελύτη ότι «κάτι το αρρενωπό στα αισθήματα και υψηλό στις επιδιώξεις» είναι κατόρθωμα ώστε «το ήθος της γλώσσας μας ν’ ανακτήσει τα δικαιώματά του επάνω στην έκφραση». Καταλαβαίνω ότι γράφει σε μια άλλη εποχή, παρ’ όλα αυτά δυσκολεύομαι και αναρωτιέμαι κατά πόσο είμαι προκατειλημμένη και ως προς τι.

—Θεωρείς πως πέρα από αυτές τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς, και το gender gap στη λογοτεχνία παραμένει ανοιχτό;

Μπορώ να θυμηθώ πως το 2008 που θέλησα για πρώτη φορά να δημοσιεύσω κείμενά μου και έψαχνα πού να απευθυνθώ για να συζητήσω τα ποιήματα μου, παρατηρούσα πως ο χώρος ήταν γεμάτος με άνδρες. Άλλαξαν πολλά πράγματα προς το καλύτερο μέσα σε 15 χρόνια μα δεν είναι αρκετό. Πιστεύω πως η έμφυλη ισότητα στο χώρο του βιβλίου πρέπει να βοηθηθεί και θεσμικά. Βέβαια, η κρατική πολιτική για το βιβλίο είναι ανύπαρκτη, οπότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα.

—Έχουν εξαφανιστεί ή παραγκωνιστεί από την ιστορία της ελληνικής ποίησης αρκετές γυναίκες ποιήτριες;

Είναι απογοητευτικό να αναζητούμε και να μη βρίσκουμε τα βιβλία κάποιων από τις πιο σπουδαίες μας γυναίκες συγγραφείς, όπως, ας πούμε, της Μαντώς Αραβαντινού,. Ψάχνουμε, για παράδειγμα, μια συγκεντρωτική ανθολογία με ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, επιζητώντας, μεταξύ άλλων, να την ανασύρουμε από μια αφάνεια που δεν της αντιστοιχεί. Δεν διαθέτουμε συγκεντρωτικές εκδόσεις των γυναικών που έγραψαν τον 20ο αιώνα. Ντρέπομαι ειλικρινά. Και, ξέρεις, πιστεύω πως μια εξήγηση για την εξαφάνιση των γυναικών ποιητριών είναι ότι η ποίηση συνιστά έναν λόγο που αντιστέκεται στον κυρίαρχο λόγο. Δεν αφομοιώνεται εύκολα. Και το δόγμα εν πολλοίς είναι ό,τι δε συμπορεύεται, να πάει στα τσακίδια.

MG 6674
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

—Εντοπίζεις σε ποιήματα των μεγάλων και καταξιωμένων ποιητών αυτό που λέμε  male gaze, αναπαραστάσεις της γυναίκας διαμεσολαβημένες από το ανδρικό βλέμμα; Η ακόμα, έστω και σε υποβόσκουσα μορφή, υποτιμητικές ή στερεότυπες αναφορές;

Έχω ξαναπεί πως νιώθω πολύ αμήχανα όταν διαβάζω, για παράδειγμα, στα Ανοιχτά Χαρτιά του Ελύτη ότι «κάτι το αρρενωπό στα αισθήματα και υψηλό στις επιδιώξεις» είναι κατόρθωμα ώστε «το ήθος της γλώσσας μας ν’ ανακτήσει τα δικαιώματά του επάνω στην έκφραση». Καταλαβαίνω ότι γράφει σε μια άλλη εποχή, παρ’ όλα αυτά δυσκολεύομαι και αναρωτιέμαι κατά πόσο είμαι προκατειλημμένη και ως προς τι. Σίγουρα με ωφέλησαν στη μετεφηβεία μου τα ποιήματά του, δεν αισθάνομαι όμως ότι τον έχω ανάγκη στο τώρα. Πιο πολύ με ενδιαφέρει να ακούσω και να διαβάσω αυτά/αυτούς που δεν ακούγονται. Θυμάμαι κάποια στιγμή συζητούσαμε με την Kyoko Kishida από την ομάδα του Τεφλόν για την περιβόητη φωτογραφία της Γενιάς του ’30 που είναι όλοι άνδρες. Και λέγαμε, σαρκάζοντας, μα καλά ποιος έβγαλε τη φωτογραφία; Η αρκούδα, όπως λέει και το ποίημα της Joanne Kyger; Αναρωτιόμασταν ποιος να ήταν πίσω από το φακό. Να ήταν η Μάτση μήπως, ή κάποια άλλη; Δε με συγκινεί ο Σεφέρης όπως με συγκινεί ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Είναι μια εντελώς υποκειμενική δική μου γνώμη αλλά με ενδιαφέρει να εξετάσω αν πρόκειται για ανάγκη που συνοδοιπορεί με τις ανάγκες της γενιάς μου.

—Εσύ με ποιες ποιήτριες συνομιλείς;

Είχα την τύχη να ακούσω το 2008 την Αλεξάνδρα Πλαστήρα να διαβάζει στο Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Ιωνίας κι αμέσως σκέφτηκα ότι αυτό που ακούω είναι τόσο καλό που δεν θα μου χρειαστεί να γράψω για πολύ καιρό. Καλύφθηκε εκείνη την ώρα κάτι σημαντικό. Επίσης, ευτύχησα να μεγαλώνω από τα 19 μου και έπειτα μαζί με τη Δανάη Σιώζιου, πράγμα ανεκτίμητο. Η Δανάη πέρα απ’ ότι μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθώ την ποίηση της από πολύ κοντά και να διαλέγομαι με τη δουλειά της, με έφερε σε επαφή με τις αμερικανίδες ποιήτριες για τις όποιες δεν είχα ιδέα. Στο μεταξύ, διαβάζοντας, ταξιδεύοντας, και κυρίως μέσα από τα δώρα των φίλων, ήρθα σε επαφή με γυναίκες συγγραφείς από διαφορετικές χώρες, όπως η Forough Farrokzad, η Lydia Davis, η Leonora Carrington, η Yōko Ogawa ─ παρότι κάποιες γράφουν ποιήματα και κάποιες πεζά, τις έχω όλες εγγεγραμμένες ως ποιήτριες στη συνείδησή μου, για την ξεχωριστή γλώσσα που προτείνουν και τους κόσμους που έχουν δημιουργήσει. Από τις Ελληνίδες ποιήτριες προηγούμενων γενεών, αυτές που με συγκινούν ιδιαίτερα είναι η Ελένη Βακαλό, η Μαντώ Αραβαντινού, η Ζωή Καρέλλη, η Νίκη Ρεβέκκα Παπαγεωργίου ─φωνές που τις έχω πάντα μαζί μου με κάποιο τρόπο.

Ανακαλώ στη μνήμη μου ένα συμβάν: Σε ηλικία 20 ετών βρισκόμουν σε μια ποιητική εκδήλωση στο Μεταξουργείο, όπου ένας άνδρας μου έδωσε ξαφνικά ένα χαστούκι μπροστά σε δεκάδες άτομα επειδή του μίλησα στον πληθυντικό, ενώ μου είχε ζητήσει να του απευθύνομαι στον ενικό – δεν το έκανα επίτηδες, απλώς το ξεχνούσα. Η φίλη μου που στεκόταν δίπλα μου άρχισε να φωνάζει κι ένας άνδρας τον έβγαλε έξω. Κανείς άλλος δεν αντέδρασε.

—Μάλιστα έχεις επιλέξει για φέτος που είναι η τελευταία σου χρονιά στο Τμήμα Σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου, να ετοιμάσεις μια πτυχιακή παράσταση με ποιήματα της Νίκης Ρεβέκκας Παπαγεωργίου, βάζοντας στο επίκεντρο το γυναικείο σώμα και με μια ομάδα που αποτελείται μόνο από γυναίκες. Φαντάζομαι ότι αυτή η επιλογή είναι κι ένα σχόλιο για σένα;

Ναι, πρόκειται για μια παράσταση με οκτώ γυναίκες ηθοποιούς επί σκηνής και πέντε γυναίκες δημιουργούς που εκτιμώ πολύ από διάφορα πεδία, οι οποίες συμμετέχουν μέσω βίντεο αφηγούμενες προσωπικά τους βιώματα, πράγματα για τα οποία συχνά αποφεύγουμε να συζητάμε. Με ενδιαφέρει να κάνουμε χώρο για την σπουδαία λογοτεχνία της Παπαγεωργίου, να δούμε τι κόσμο διαμορφώνει η ποιητική γλώσσα της και να αναρωτηθούμε για τα φλέγοντα έμφυλα ζητήματα με την βοήθεια του κώδικα που τόσο γενναιόδωρα επινοεί και μας προσφέρει.

—Αν δεν κάνω κάποιο λάθος στον υπολογισμό, πρέπει να μπήκες στο Εθνικό όταν ήταν ακόμα καλλιτεχνικός διευθυντής ο πρωτόδικα πλέον καταδικασμένος για βιασμούς ανηλίκων, Δημήτρης Λιγνάδης. Ξέρω ότι για χρόνια σέρνονταν ψίθυροι στη σχολή του Εθνικού για παραβιαστικές – κακοποιητικές συμπεριφορές. Πως βίωσες όλα αυτά τα γεγονότα ως σπουδάστρια στο Εθνικό;

Εγώ δεν είχα, πριν τις σπουδές μου, επαγγελματική σχέση με τον χώρο του θεάτρου, ούτε πρόσωπα συναναστρεφόμουν ιδιαίτερα από τον χώρο αυτό. Άκουγα, όμως, τους ψίθυρους. Μπαίνοντας στη σχολή, κατάλαβα ότι αρκετοί άνθρωποι γνωρίζουν κι ενδεχομένως εξαιτίας διάφορων δυσκολιών να μη μπορούσαν να μιλήσουν, που το σέβομαι. Μετά ήρθαν οι αποκαλύψεις. Θυμάμαι κάποιες συγκλονιστικές συνελεύσεις. Δεν έχω ξανανιώσει κάτι παρόμοιο. Σε μια από αυτές ήταν παρόντες όλες/οι οι καθηγήτριες/ες της Σχολής και εμείς οι φοιτήτριες/ες από το zoom λόγω πανδημίας. Προς το τέλος της συνέλευσης κλαίγαμε τουλάχιστον οι μισοί. Τα γεγονότα ήταν καταιγιστικά. Υπήρχαν, βέβαια, και άνθρωποι που δε μπορούσαν να μπουν καθόλου σ’ αυτό που συνέβαινε, είχαν υψώσει τείχος, ίσως γιατί είχαν μεγαλώσει σ’ ένα σύστημα κακοποιητικό και τοξικό που η εξουσία του δασκάλου ήταν αδιαμφισβήτητη και δε μπορούσαν από τη μια μέρα στην άλλη να ξεμάθουν.

MG 6781
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

—Την τελευταία τριετία τα ζητήματα της έμφυλης βίας για πρώτη φορά έλαβαν μεγάλη ορατότητα στη δημόσια σφαίρα. Πώς λειτουργεί αυτό για σένα; Είναι μια διεργασία συνειδητοποίησης, φόβου, ενδυνάμωσης;

Ανακαλώ στη μνήμη μου ένα συμβάν: Σε ηλικία 20 ετών βρισκόμουν σε μια ποιητική εκδήλωση στο Μεταξουργείο, όπου ένας άνδρας μου έδωσε ξαφνικά ένα χαστούκι μπροστά σε δεκάδες άτομα επειδή του μίλησα στον πληθυντικό, ενώ μου είχε ζητήσει να του απευθύνομαι στον ενικό – δεν το έκανα επίτηδες, απλώς το ξεχνούσα. Η φίλη μου που στεκόταν δίπλα μου άρχισε να φωνάζει κι ένας άνδρας τον έβγαλε έξω. Κανείς άλλος δεν αντέδρασε. Δεν πιστεύω ότι σήμερα θα περνούσε κάτι τέτοιο με τόσο περιορισμένες αντιδράσεις. Εγώ η ίδια που τότε έμεινα στήλη άλατος με τα πόδια μου καρφωμένα στο πάτωμα – κι έτσι καταλαβαίνω απόλυτα τις γυναίκες που παγώνουν όταν υφίστανται βία – μπορεί σήμερα να αντιδρούσα διαφορετικά. Γενικά στα 35 μου διαπιστώνω ότι έχω μια άλλη ματιά στα πράγματα. Κουβαλάω ακόμα κάποια συντηρητικά ανακλαστικά και παλεύω με αυτά, ακόμα και τις στιγμές που νιώθω αμήχανη, έχω επίγνωση πως βρισκόμαστε σε συγκυρία ζυμώσεων. Βλέπω επίσης με ανακούφιση πως συχνά μικρότερα σε ηλικία άτομα εκφράζουν πολύ πιο εύστοχα τις ανησυχίες για το φύλο.

—Το ποίημα «Καλέσατε Καλέσατε» στο βιβλίο σου, μοιάζει σαν μια μικρή ωδή στη γυναικεία φιλία της καθημερινότητας που είναι και σανίδα αντοχής για τις αντιξοότητες. Είναι για σένα η γυναικεία φιλία και μια νίκη απέναντι στο στερεότυπο της γυναικείας εχθρότητας και στον εσωτερικευμένο μισογυνισμό;

Ήρθα από την Ερμουπόλη 18 χρονών και μου πήρε τέσσερα χρόνια να προσαρμοστώ στην Αθήνα. Αυτό που με έσωσε ήταν οι φίλες μου που τις ερωτεύτηκα από τότε βαθύτατα. Το συγκεκριμένο ποίημα είναι αφιερωμένο στην Ειρήνη Συνοδινού που έχουμε μοιραστεί πολλά.  Δε νομίζω ότι μέσα σε τέτοιο ζόφο υπάρχει κάτι άλλο εκτός από τις σχέσεις και τα δίκτυα σχέσεων που δημιουργούμε. Και με τους άνδρες φίλους υπήρξα τυχερή αλλά η φιλία μου με τις γυναίκες που καίγονται να δημιουργήσουν κάτι, με βοήθησε όσο τίποτα να πατήσω στα πόδια μου. Ακόμα κι όταν οι καθημερινές δυσκολίες με απομακρύνουν από τα αγαπημένα πρόσωπα, εκεί επιστρέφω ─ εκεί επενδύω και τώρα που όλα φαίνονται κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά τόσο δύσκολα, μαζί θέλω να βρούμε τι θα κάνουμε. Δεν μπορώ ούτε θέλω να το κάνω μόνη μου.

—Θες να μου πεις τι δικό σου ξύπνησε η συμμετοχή σου στην ταινία WOMANIFESTO για τη γυναικεία καλλιτεχνική φωνή;

Ένιωσα την ανάγκη να εξερευνήσω ένα θέμα που απέφευγα σταθερά και σχετίζεται με την κυπριακή μου ταυτότητα. Είμαι, λοιπόν, ευγνώμων στην Έφη Σπύρου που εμπνεύστηκε και υλοποίησε αυτή τη συνύπαρξη. Πρώτη φορά πέρσι το ακούμπησα ελάχιστα θέλοντας να σκεφτώ οι προγόνισσες μου από την πλευρά της μητέρας μου αλλά και η ίδια η μητέρα μου, τι μου λένε, τι ζητούν. Μια αγαπημένη θεία μου, η Petra, μου είχε πει κάποτε, «να θυμάσαι ότι δεν είσαι μόνη σου, ότι τα πρόσωπα που δε ζουν πια, ζητούν κάτι από σένα». Προσπάθησα, λοιπόν, να σκεφτώ ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες της οικογένειάς μου που δεν γνώρισα και τι θα μπορούσαν να ζητήσουν από μένα, προκειμένου να καταλάβω πράγματα για την δική μου ιστορία. Η εμπειρία μου από την ψυχοθεραπεία αλλά και από τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο, στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό, μου έδειξαν ότι έχουμε πολλά να μάθουμε όχι μόνο από τη στενή μας οικογένεια αλλά και από την ιστορία της οικογένειας στην Ελλάδα εν γένει. Πολλά μαθαίνουμε και από τις οικογένειες της επιλογής μας. Στα 18 μου δεν ήξερα καν ότι έχω τη δυνατότητα για μια οικογένεια επιλογής.

—Μιλώντας για οικογένειες επιλογής, το γρατζούνισμα που γίνεται τα τελευταία χρόνια στη βιτρίνα της πυρηνικής οικογένειας του αίματος, η οποία εσωκλείει καταπίεση και βία ενίοτε, είναι χειραφετητικό για τη γενιά μας;

Προφανώς είναι σημαντική η αμφισβήτηση στο θεσμό της οικογένειας. Απαιτεί διαρκή σύγκρουση. Δεν είναι απλό.

Η οικογένεια στην Ελλάδα είναι μια συνθήκη που έχει στηρίξει την επιβίωση των ανθρώπων. Το θέμα είναι ποια οικογένεια θέλουμε, όχι να ισοπεδώσουμε την οικογένεια αλλά να δώσουμε άλλο νόημα στην έννοια της οικογενειακότητας που να εκφράζει το κάθε υποκείμενο κι όχι να υποχρεωνόμαστε στο αναμάσημα αξιών και διδαχών που λάβαμε σε ηλικίες που δεν ήμασταν σε θέση να τις επεξεργαστούμε.

—Έχεις γράψει ένα διήγημα για την Κατερίνα, μια από τις διωκόμενες οροθετικές γυναίκες του 2012. Προσωπικά θεωρώ πως αυτή η ιστορία ήταν μια από τις πιο ανατριχιαστικές που έχουμε ζήσει. Εσένα πως σε επηρέασε;

Ήταν αποκαλυπτική. Μέχρι τότε τα συντηρητικά ανακλαστικά μου ήταν οξυμμένα. Θεωρούσα ότι οι πολιτικοί που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, ακόμα κι αν δεν τους προτιμώ, κάτι θα ξέρουν, οπότε ας εμπιστευτούμε τους θεσμούς. Η δίωξη και η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών ήταν η στιγμή της ανατροπής μέσα μου, η στιγμή που καταστάλαξα ως προς το ότι, ναι, τώρα είμαστε απέναντι. Κι είναι άθλιο πως οι ίδιοι άνθρωποι που το οργάνωσαν, εξακολουθούν να είναι κρίκοι της εξουσίας.

MG 6736
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO

—Εμένα μου άρεσε ότι γράφεις για μια τόσο επώδυνη υπόθεση, χωρίς να επανατραυματίζεις γιατί αυτό τέμνεται με μια δική μου αναζήτηση για το πώς μπορούμε να γράφουμε για το τραύμα με φροντίδα.

Είχαμε το πρωί στη σχολή μια κουβέντα για τον Αρτώ και το Θέατρο της Σκληρότητας, συζητούσαμε τι μας προσφέρει αυτό το πράγμα. Υπήρξα επίσης τυχερή γιατί η Αγνή Στρουμπούλη, η δασκάλα μου στα παραμύθια, με βοήθησε να καταλάβω γιατί χρειαζόμαστε τα παραμύθια και πώς μας βοηθούν να αφηγηθούμε κάτι σκληρό με φροντίδα. Εξακολουθώ και εγώ να αναζητώ τον τρόπο ─ στο συγκεκριμένο διήγημα ζήτησα από τις τρεις Μοίρες να με βοηθήσουν να. Σε πολλές συγκυρίες στη ζωή έχω σκεφτεί πως θα ήθελα να είμαι μια από αυτές τις Μοίρες.  Όχι στη σφαίρα του φανταστικού, στο εδώ και τώρα.

—Οι γυναίκες συγγραφείς παλιότερα, ακόμα κι αν είχαν ισχυρή γυναικεία ματιά στο έργο τους, απέφευγα να ταυτιστούν με τον φεμινισμό και θεωρώ πως αυτό ήταν κατάλοιπο της συστημικής λοιδορικής επιχείρησης απονεύρωσης του μεταπολιτευτικού φεμινισμού από την εξουσία. Σήμερα αρκετές θηλυκότητες στο χώρο της τέχνης επανοικειοποιούνται τον φεμινισμό. Εσύ πως τοποθετείσαι;

Δεν έχω υπάρξει μέλος κάποιας φεμινιστικής ομάδας με τη στενή έννοια. Μου έκαναν πολύ καλό οι ζυμώσεις εντός της ομάδας του Τεφλόν. Όπως σου είπα, υπήρξα αντιδραστική για καιρό και ίσως αυτό να οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε προκαταλήψεις που είχαν εμπεδωθεί μέσα μου. Μεταφράζαμε ποιήματα φεμινιστριών κι εγώ απορούσα γιατί χρειαζόμαστε τον φεμινισμό. Στη ζωή κατάλαβα την απάντηση. Δεν είμαστε αυτονοήτως προστατευμένες, όπως νόμιζα. Με απασχολεί πολύ το θέμα. Η νεοφιλελεύθερη ρητορική θέλει να αποσυνδέσει το έμφυλο από το συλλογικό, και για να αποδυναμώσει τους κοινωνικούς αγώνες, ρίχνει το βάρος στο ατομικό. Σε αυτό χρειάζεται να αντισταθούμε, στην πράξη.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια