in

«Θέλω να μιλήσω για την μάνα μου. Γιατί ήταν γαμάτη. Μια μικρή θεούλα»

Σκέφτομαι πως αν τα γράψω θα πάψω να ‘μαι αρκουδάκι της Ψυχραιμίας που όλο κάνει πλάκα σαν να μην του πέθανε κανείς

Ένα χρόνο τώρα να ράβουμε πλερέζες για τον άλλο, και να σκεφτόμαστε πώς θα τη στηρίξουμε να την παλέψει όταν εκείνος φύγει, κι εκείνη να μας κάνει ένα γιγάντιο κωλοδάχτυλο “εκείνον κλαίγατε, φάτε τα τώρα, σας τα ‘λεγα ότι είναι απέθαντος ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

ae3748b94907752e0af84ebbe111ae25

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά τη στιγμή που αντικρύζουμε τον κόσμο για πρώτη φορά. Το ρολόι κρέμεται πάντα πάνω απ’το κεφάλι μας, αόρατο, ήσυχο, αλλά μετράει αδιάκοπα.

Στην περίπτωση του πατέρα μου πήρε υπόσταση, έγινε καθαρό.

Πριν ένα χρόνο, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Η γνώριμη φωνή μου είπε το νέο. Δε χρησιμοποιήσαμε ευφημισμούς. Αυτό που είχε, εκεί που το’χε, δεν έδινε περιθώρια. Θα πεθάνει. Πότε; Σύντομα. Πόσο σύντομα; Λίγους μήνες με ένα χρόνο.

Α, και προς το τέλος θα ‘ναι δύσκολα, μπορεί να μη μιλάει, να μην ακούει, να μην κινείται, να μην καταλαβαίνει, να μην ξέρετε αν καταλαβαίνει, να πονάει και να μην το ξέρετε, δύσκολα.

Ριχτήκαμε στη δουλειά. Ψυχοπροετοιμασία και καθημερινή μικροφθορά, “πορεία προς το θάνατο” την είπε η θεραπεύτριά μου. Κάναμε και την αφαίρεση, αλλά η μικρή μαλακία με τα πλοκάμια ξαναβγαίνει, απλά μπορεί ν’αργήσει λίγο. Αλλά είναι καλές οι παρατάσεις, ένα “σ’αγαπώ” ακόμα, μια αγκαλιά παραπάνω, ένα χαμόγελο, μια φωτογραφία μαζί, δεν είναι λίγο, τι δηλαδή, είναι καλύτερο το μπαμ και κάτω;

Και τον δουλεύαμε κιόλας, “ελαφρόμυαλο” τονε λέγαμε, κομμάτι ολόκληρο του πήρανε, κι έγινε και σαν ζωντανό Τ9, “έκανα μεγάλο λάστιχο σήμερα, συγγνώμη” (=λάθος), “πάρε την τυρόπιτά σου” (=ταυτότητα).

Η μαμά και οι αδελφές στην αρχή κρύβανε δάκρυα, πνίγανε λυγμούς, κι εγώ φώναζα “πάτε καλά, είναι εδώ, ζει, μας χαμογελάει, περπατάει, έστω και φθαρμένος, έστω και μισός, σκάστε πια, δεν έχει φύγει”.

Μέσα μου μου θύμιζα τη μεγάλη εικόνα. Είναι κάποιας ηλικίας. Έχει ζήσει, αχ, κι αν έχει ζήσει. Ένιωσε πλήρης, αγκαλιάστηκε, χόρεψε, γέλασε, ταξίδεψε, έσφιξε παιδιά-εγγόνια, όλα όσα ήθελε τα έκανε. Τη ζωή του την όρισε. Μπουμπουνοκέφαλος και πείσμων μέχρι αηδίας. Αχαριστία να κλαις τον 76άρη που μέχρι πριν λίγους μήνες έβαζε κάτω ομάδα μόνος του στο μπάσκετ.

Μου θύμιζα τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω, πόση τραγωδία, πόσα πλάσματα που δεν πρόλαβαν παρά ελάχιστες στροφές, δε θέλω να ‘μαι αχάριστη, και θα ‘μουν, και δε θέλω, τον αγαπώ, είναι δικός μου μπαμπάς, ναι, αλλά να μην ξεχνιέμαι, έτσι έλεγα.

Πέρασαν σχεδόν δώδεκα μήνες. Κι εκείνος ακόμα καλά (πείσμα σας λέω). Όχι σήμερα, όχι αύριο, Θεσσαλονίκη – Καλοχώρι το Άγιος Πέτρος – Γη. Κι ας πέρασε κι άλλο, άσχετο θέμα υγείας, κι ας τον είδαμε σε ώρα που μας είπαν “αυτό ήταν, δεύτε”, κι εγώ η κυνική σκύλα είπα “ίσως καλύτερα μπαμ και κάτω πλέον, να μην υποφέρει, ίσως να μην παρακαλάμε να γυρίσει κοντά μας μόνο και μόνο για να ξαναφύγει σε λίγο, ίσως…”

Αλλά όχι, ο στούμπος ήρωάς μας βγήκε απ’την εντατική, τη σκαπούλαρε κι από ‘κει. Και στις τελευταίες εξετάσεις, κοίτα ρε, πάει και λίγο καλύτερα, τι είναι τούτος, έχει κι άλλο χρόνο λένε, “δε τον παλεύω άλλο καλέ, γιαλαντζί καρκίνο έχει, εγώ νωρίτερα θα φύγω, θα δείτε” γελούσε η μάνα μου, που τα ‘χε παίξει λιγάκι, όσο να πεις, τίγκα στην παραξενιά ο άλλος, ήταν που ήταν, απόγινε.

Και πριν δέκα μέρες, έσπασε το τηλέφωνό μου και δεν είχα πάρει άλλο, είχα πάει να πάρω τα φάρμακά του, μισή ώρα έλειψα. Όταν γύρισα, είδα ένα μήνυμα στο γνωστό Βιβλίο “Θα’μαι δίπλα σου σ’αυτήν τη δύσκολη ώρα”.

Δεν κόπηκαν τα πόδια μου, δεν σφίχτηκε η ανάσα μου, δεν πόνεσε η καρδιά μου, όπως φοβόμουν. Είχα τόσο προετοιμαστεί, αφού. Το είχα τόσο δουλέψει. Έγινε. Εντάξει. Κι αν τον έχω αγκαλιάσει, φιλήσει, φροντίσει. Έφυγε ήρεμα, έφυγε καλά. Ανάσα.

“Δεν έχω κινητό ρε Β, ο μπαμπάς;”

Ήταν αυτονόητο, βλέπεις.

Αλλά το απλό “ναι” αργούσε πολύ. Γιατί;

“Όχι… Η μαμά…”

Η μαμά…; Η μαμά; Ε; Τι εννοείς “η μαμά;” Μαλάκα μου, μπερδεύτηκες.

Αλλά όχι. Η μαμά ήταν τελικά. Όντως. Αλήθεια.

Η μαμά που είχε κουραστεί να περιμένει τον επικείμενο θάνατο. Η μαμά που έδωσε ό,τι είχε ένα χρόνο τώρα. Η μαμά που το ‘χε πει, “εγώ πρώτη”. Η μαμά μας.

Τίποτα στη ζωή της δεν όρισε, μάζευε μέσα της πόνο, σπάνια γελούσε, την όρκιζα να κάνει ψυχοθεραπεία, γιατί μοιάζαμε τόσο, μαλώναμε τόσο, και ήξερα πώς ένιωθε, αλλά δεν άκουγε. Δεν πήγαινε. Δεν ήθελε. Κι εγώ κάπου στα 20κάτι, με τρελό ζόρι αποδέχθηκα ότι δεν μπορώ να βοηθήσω, ότι θα φύγει υποφέροντας, χωρίς να εισπράξει πραγματικά ότι την αγαπήσαμε, χωρίς να αγαπήσει ποτέ τον εαυτό της.

Η μαμά μου, που την είχε έγνοια τη μικρή της, γιατί ποτέ δεν είχε “δρόμο” ή σταθερότητα, γιατί παράτησε αρραβώνες και πανεπιστήμιο, γιατί ήταν γλωσσού, φεμινίστρια, και είχε πείσμα να μη φοράει σχεδόν ποτέ μάξι φόρεμα παρότι κοντή και, εχμ, “μα έχεις στραβά πόδια βρε αγάπη μου” (ισχύει, καρπούζι χωράει ανάμεσα, με αγάπη τό ‘λεγε, αλλά ναι, κοινώς, στραβοκάνα είσαι χρυσό μου, κάλυψέ τα!).

Αλλά της είχε κι αγάπη της μικρής, γιατί λίγο τη θαύμαζε που έβγαζε όλη τη γλώσσα που εκείνη δεν είχε τολμήσει. Κι ερχόταν σαν διαολάκι και της μάθαινε να το κάνει κι η ίδια, έστω κι αργά, “μου είπε η θεία σου να μην τον αφήσω μόνο και φύγω”, “να πας όπου θες, χέστην τη θεία, να κοιτάει τον κώλο της”, “ιιιι, πώς μιλάς έτσι, έτσι σου ‘μαθα εγώ;”, και στο πλάι κρυφογελούσε, και πήγαινε τελικά – κάποιες φορές.

Και θέλω να μιλήσω για ‘κείνη, να πω την ιστορία της, τις ιστορίες της, να της θυμώσω ξανά, και να τη συγχωρήσω ξανά, να θυμώσω και μ’εκείνον, που δεν την κατάλαβε ποτέ, και μόνο, πάλι καλά, όταν πλησίασε το δικό του τέλος, την είδε με άλλα μάτια, άργησε, αλλά έστω. Πώς όμως να θυμώσω μ’έναν άνθρωπο που δεν είναι εδώ και μ’έναν άλλον που φεύγει σύντομα;

Βέβαια, ποιος ξέρει, μπορεί εγώ να φύγω πρώτη, είναι και σαν τον ψεύτη βοσκό πια ο μπαμπάς, μέλι-μέλι αλλά από φέρετρο τίποτα, άσε που, αν κάτι έχω μάθει από μικρή, είναι ότι αυτά σειρά δεν έχουν, 22 χρονών ξανθό μπουλουκοπλάσμα ήταν η πρώην συμμαθήτρια και δεν την ξεχνώ. Μαζί με άλλους που μου δίδαξαν ότι το πρίσμα του θανάτου σου γλυτώνει, αν μη τι άλλο, τύψεις, γιατί ΚΑΘΕ φορά αγκαλιάζεις, ΚΑΘΕ φορά φιλάς, και κρατάς μόνο αυτούς που θες, μόνο αυτούς που μετράνε, και σ’αυτούς όταν θυμώνεις ρωτάς “αν αύριο δεν ήσουν ποτέ πια εδώ, θα με θύμωνε το ίδιο” και συνήθως λες “όχι, δε θα μ’ένοιαζε, στ’αρχίδια μου”, (αν δεν το πεις, τότε άσε αυτόν τον άνθρωπο, δώσε πιο πολύ χρόνο στους υπόλοιπους, it’s okay, δεν αγαπάμε τους πάντες, ούτε χρειάζεται).

Και δεν είναι μόνο οι αγκαλιές. Σε βοηθάει κι αλλού το Πρίσμα, και τα παράπονά σου μοιράζεσαι, και θυμώνεις, εξηγείς, το παλεύεις, βλέπεις αν έχει νόημα και μέχρι πού μετράει κι αντέχεις – δε μετανιώνω που μάλωνα μαζί της, γιατί ήξερε ποια είμαι, ήξερα ποια είναι, δεν τα λέγαμε όλα, ναι, μα λέγαμε πολλά, αλλιώς τι ελπίδα είχαμε μια μέρα να συναντηθούμε στ’αλήθεια; Απλά να μη μένεις εκεί, θα το ξαναπώ, αν κάποιος μετράει, ξεσκόνισε γρήγορα τι θες και τι αντέχεις και ή φύγε, ή μείνε συνειδητά.

Έτσι, όποιος και να φύγει, όπως και να φύγει, έχεις καλές πιθανότητες να τον έχεις σφίξει μια τελευταία φορά, να μη μετανιώνεις.

Είπα ήδη πολλά. Και τώρα ρωτάω “γιατί”. Γιατί εδώ, γιατί τέτοιο μοίρασμα. Νομίζω ότι είναι επειδή θέλω την αγάπη σας, τις σκέψεις σας, τις κρυμμένες οπτικές που διαβάζω και λέω “στην καμία δε θα το ‘χα δει μόνη μου αυτό”, αλλά χωρίς τη λύπη σας, γιατί δεν με ξέρετε για να μου φερθείτε συγκαταβατικά.

Επειδή δεν μπορώ να πονέσω, δεν μπορώ να νιώσω, τα γράφω, τα λέω, μα είναι σαν κάποια άλλη να τα ζει, και λέω μήπως αν τα πω άλλη μία, το χωνέψω, το συνειδητοποιήσω, θα πάψω να ‘μαι σαν σοσιοπαθές αρκουδάκι της Ψυχραιμίας που όλο κάνει πλάκα σαν να μην του πέθανε κανείς. Ναι, τις προάλλες είπα “ψόφαγε για καθαριότητα η συχωρεμένη, Pun intended” και βλέπω γύρω μου τον τρόμο ανάμικτο με λύπη “αχ, τα ‘χασε το κορίτσι”, γαμιέστε ηλίθιοι, είναι δικό μου το δράμα κι ό,τι θέλω θα το κάνω, θα το γελάσω, και θα το κλάψω, και θα το κοροϊδέψω – γιατί ΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΓΑΜΗΜΕΝΑ ΑΣΤΕΙΟ.

Ένα χρόνο τώρα να ράβουμε πλερέζες για τον άλλο, και να σκεφτόμαστε πώς θα τη στηρίξουμε να την παλέψει όταν εκείνος φύγει, κι εκείνη να μας κάνει ένα γιγάντιο κωλοδάχτυλο “εκείνον κλαίγατε, φάτε τα τώρα, σας τα ‘λεγα ότι είναι απέθαντος”.

ΕΙΝΑΙ  ΑΣΤΕΙΟ ότι το 90% των διαλόγων που γίνανε ήταν copy-paste: “Ρε, πέθανε η μαμά της Ύπνος”, “ο μπαμπάς εννοείς;”, “όοοοοχι,(καργιολάκι,) Η ΜΑΜΑ”.

Είναι. Είναι τραγική ειρωνεία, διεστραμμένο χιούμορ, είναι. Ακόμα και το μπαμπά να παραβλέψω, πήδηξε 30 άτομα ουρά στο ΙΚΑ, το σόι περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις 80άρηδες, και μια ντουζίνα άνοιες, καρκίνους, και ημιαναπηρίες, μην τρελαθούμε τώρα, και τέλος πάντων, μιλάω εδώ, γιατί από ‘κει ξεκινήσαμε, γιατί ξέρω ότι εσείς, ή κάποιοι σας, τέλος πάντων, θα καταλάβετε.

Κι επειδή θέλω κάποια στιγμή να σας μιλήσω για τη μάνα μου. Έχω αυτήν την εγωϊστική ανάγκη να μοιραστώ την ιστορία της, το πώς πατήθηκαν τα θέλω της, τις επαναστάσεις της, την προσφορά της, το χιούμορ της, την κατινιά της, τη ζωή της, τα 43 απ’τα 60 της χρόνια. Γιατί ήταν γαμάτη. Αλήθεια. Μικρή θεούλα. Σπασμωδικώς φεμινίστρια.

Ξέρω ότι δε λέει τίποτα αυτό. Δε χάνω την προοπτική μου, το είπα. Πόσες μανούλες φύγανε νωρίτερα, με χειρότερους τρόπους, μετά από σκληρότερους αγώνες, δεν μετριούνται, ούτε συγκρίνονται, κι ίσως καλύτερα να το βουλώσω, μια ακόμα ιστορία, και λοιπόν; Είπαμε δικιά μου ανάγκη, μπορεί και να μην το κάνω.

Δεν ξέρω πώς να κλείσω. Ελπίζω τουλάχιστον ο εργολάβος να μας κάνει το 1+1 δώρο, γιατί, σε περίπτωση που δεν το ξέρετε, αν δεν έχεις φράγκα, δεν’ναι να πεθάνεις σ’αυτήν τη χώρα – θα σας τα πω αν υπάρξει επόμενη φορά.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

94 Comments
δημοφιλέστερα
νεότερα παλαιότερα
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Αριάδνη Δετ.
Αριάδνη Δετ.
4 χρόνια πριν

Κοιτα τωρα πως με αγγιξε η ιστορια σου, 6 μηνες εδιναν στον πατερα μου, 11 χρονια κλεινουν (ελπιζω) το Μαη. Εντωμεταξυ πεθαναν ο πρωτος και ο δευτερος ογκολογος του, το μισο μας σόι και πολλοι συμπολιτες αλλά αυτος εκει. Τη χρησιμοποιω κι εγω αυτη τη φραση “μελι μελι κ απο κηδεια τιποτα” και γελαμε αλλά περισυ το Μάιο (πάλι) αρρωστησε η μανα μου με καρκινο στους λεμφαδενες. Θυμαμαι να σκεφτομαι “δεν το ζω αυτο, καποιος μου κανει πλακα”. Τωρα παλευουν και οι δυο, 64 και 73 ετων. Η μαμα και για τους δυο τους. Δεν ξερω ποιος θα φυγει πρωτος.… Διαβάστε περισσότερα »

fantasmataki
fantasmataki
4 χρόνια πριν

Μία μεγάλη αγκαλιά. Είναι πολύ άσχημο αυτό που περνάς. Προσωπικά, όταν μου λένε ότι κάποιος πέθανε, ρωτάω πώς. Για μένα αυτό το “μπαμ και κάτω” είναι true blessing.

fantasmataki
fantasmataki
4 χρόνια πριν

Ρε συ δεν είναι τέτοια φάση εδώ. Πέθανε η μαμά μίας από εμάς κάτω από πολύ μ#λ#κισμένες συνθήκες και ο μπαμπάς της είναι βαριά άρρωστος.

Neverlander
Neverlander
4 χρόνια πριν

Υπνερωτομαχία αγαπημένη, σου έχω αδυναμία από το 1ο σχόλιο σου ακομη, εξαιτίας του ψευδωνυμου σου (if you know, you know). Με έκανες να κλάψω σήμερα – και από συγκίνηση αλλά και από τα γέλια, τι ατομάρα που είσαι! Σου στέλνω τεράστιαααα αγκαλιά και περιμένω το επόμενο κείμενο για τη Μαμά❤

εξωγήινη
εξωγήινη
4 χρόνια πριν
Απάντηση σε  Neverlander

Neverlander συμφωνώ. Κι από μένα μια μεγάλη αγκαλιά Υπνε❤️❤️❤️

Xrist
Xrist
4 χρόνια πριν

Αυτό το κείμενο άλλαξε τα σχέδιά μου για το Σαββατοκύριακο. Ευχαριστώ ❤️

Γβρμ
Γβρμ
4 χρόνια πριν

Υπνερωτομαχία μου, για τον χαμό της μαμάς δεν μπορώ να πω τίποτε, αν ήμουν φίλη σου πάλι δεν θα είχα να πω, νιώθω τελείως άχρηστη σ’αυτες τις περιπτώσεις, προφανώς γιατί είμαι, εκτός αν ο άλλος έχει ανάγκη από φαΐ μαγειρευτό. Αλλά θέλω να σου πω ότι χαίρομαι που το εγραψες αυτό, πρώτον γιατί ήθελες και ελπίζω να σου έκανε καλό που το εγραψες. Δεύτερον γιατί είναι πανέμορφο, γραφεις πολύ ωραία. Τρίτον, και βασικότερο για μένα, ρε συ είναι πολύ αστείο. Και το να είσαι πραγματικά, ανεπιτήδευτα και καθολου αμήχανα αστεία μπροστά στο πενθος δεν είναι εύκολο. Και δεν είσαι το… Διαβάστε περισσότερα »

lioness
lioness
4 χρόνια πριν

Φωτεινή, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΩΡΕΣ ΙΔΙΕΣ. Χεστήκαμε στην παρούσα φάση για την κοινωνία και για το πώς αντιμετωπίζει τις χήρες και τους χήρους. Δεν είναι “όταν” και “αν” και “η κοινωνία”. Πέθανε η μαμά της Υπνερωτομαχίας. Μετά από τέτοιο κείμενο που αφήνει κάποιον με δάκρυα, ΝΙΩΣΕ ΛΙΓΟ .

sugar
sugar
4 χρόνια πριν

Από τα κείμενα που με έχουν αγγίξει περισσότερο μέσα σε αυτό το site. Και με άγγιξε γιατί νομίζω ότι είναι μια μεγάλη πληγή η συνειδητοποίηση ότι η Μάνα δεν έζησε όπως θα’ θελε. Και επίσης είναι μεγάλη η ανησυχία και η ανάγκη της Κόρης να σιγουρευτεί αν η Μάνα κατάλαβε πόσο πολύ αγαπήθηκε. Γιατί και αυτό μόνη της έπρεπε να το καταλάβει. Στο γράφω και κλαίω και να φανταστείς πως την έχω τη μανούλα μου. Το να μοιραζόμαστε τέτοιες ιστορίες είναι ίσως από τα πιο σημαντικά μαθήματα. Όσο για την απώλειά σου, πιστεύω πολύ σε αυτό το “καλύτερα να πούμε… Διαβάστε περισσότερα »

IrisPrismatica
IrisPrismatica
4 χρόνια πριν

Είναι όντως αστείο ρε συ Υπνερωτομαχία. Πολύ αστείο. Από τα αστεία που σε κάνουν να κλαις…
Την αγάπη μου.

lioness
lioness
4 χρόνια πριν

Υπνερωτομαχία μου γλυκιά και αγαπημένη, γλυκό μου απολωλός πρόβατο, υιοθετημένη μου τρελοθεία χίπισσα, συλλυπητήρια. Με δάκρυα με άφησε το κείμενό σου.
Να ξέρεις ότι έχεις πάντα εδώ ένα αυτί να σε ακούσει, ένα μάτι να σε διαβάσει και έναν ώμο να κλάψεις. Την αγάπη μου <3

lioness
lioness
4 χρόνια πριν
Απάντηση σε  Υπνερωτομαχία

Δες τα μειλς σου.
Σε φιλώ!